Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

Ντοπιολαλιές περιοχής τ. Δήμου Βαλτετσίου - Του Βασίλη Αποστολόπουλου


Αγαπητοί Αναγνώστες ,

Έχουμε την χαρά και την τιμή να σας παρουσιάσουμε μια σειρά από λέξεις και εκφράσεις που ακουγόντουσαν και λεγόντουσαν στα χωριά μας. 

Η Ντοπιολαλιά είναι ένα απ' τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που υποδηλώνουν γεωγραφική καταγωγή. 

Στο διάβα των ετών αλλά και της τεχνολογικής εξέλιξης, αυτές οι ιδιαιτερότητες τείνουν να εξαλειφθούν. Θα τολμήσω να πω ότι αυτό δεν αποτελεί απαραίτητα πολιτιστική εξέλιξη γιατί βλέπουμε καθημερινά η Ελληνική Γλώσσα να κατακρεουργείται και να υποβαθμίζεται. 

Στο σημείο, θέλω να ευχαριστήσω τον συμπατριώτη εκ Μαναρίου κ. Βασίλη Αποστολόπουλο, ο οποίος θέλησε να δημοσιοποιήσει την Συλλογή του μέσω του ταπεινού μας site. 

Ξεκινάμε λοιπόν την παρουσίαση από το πρώτο γράμμα της Αλφαβήτου. 

 ΛΕΞΕΙΣ

Α

Αβάντα: η υποστήριξη, κουράγιο.

Αβάρεγος: δεν έχει εμφανισθεί ακόμη.

Αβάρετος: ακατέργαστος.

Αβασταγή: ανυπομονησία.

Αβγαταίνω: προσθέτω ακόμη λίγο στο ήδη υπάρχον, πολλαπλασιάζω, αυξάνω,  μεγαλώνω, προχωρώ τη δουλειά, επιταχύνω.

Αβράκωτη: νύφη χωρίς προίκα.

Αγγελοκρούομαι: ψυχορραγώ.

Αγγελώνου: καρφώνω, τσιμπάω.

Αγγιάζω: πειράζω, ενοχλώ, ερεθίζω, «άγγιαξε την πληγή», «σείξε με και μη μ' αγγιάς».

Αγγούσα: δύσπνοια αγκομαχητό, μεγάλη ζέστη.

΄Αγιαση:  αγιασμός, ο πρώτος, ο μεγάλος, Αγιασμός των Θεοφανείων.

Αγκίνι: το μεταλλικό άγκιστρο του αδραχτιού.

Αγκομαχάου: βαριανασαίνω, κουράζομαι πολύ

Αγκούλα: περίτεχνη γκλίτσα για τσέλιγκες.

Άγκριοσε: πιάστηκε, κρατήθηκε.

Αγκρομάζουμαι: ακούω προσεκτικά, αφουγκράζομαι.

Αγούμαστο: που δεν ωριμάζει.

Αγρίεμα: φοβέρα.

Αγρικάω ή γρικάω: ακούω, καταλαβαίνω.

Αγύρευτο: κορίτσι που δεν του έχουν στείλει προξενιά.

Αγύριγος, η, ο: ο αγύριστος, ο θάνατος, ο διάβολος, ο ισχυρογνώμων, δανεικό που δεν έχει επιστραφεί, αναποδογυρισμένο πράγμα που δεν έχει επανέλθει στη σωστή του θέση.

Αδειάζω: ευκαιρώ.

Αδόξαστος: είναι ο διάβολος επειδή δεν δοξολογιέται.

Αδύνατο: το ανύπαντρο κορίτσι.

΄Αθερο: αθέριστο.

Άκουρος-η-ο: που δεν έχει κουρευτεί.

Αλαταργιά: πλάκα πάνω στη οποία βάζουν χοντρό αλάτι για τα αιγοπρόβατα.

Αλατόστουμπος: πέτρα που στουμπίζουν, τρίβουν το αλάτι.

Αλατουριάζω: σμίγω δυο κοπάδια.

Αλαφιάζομαι: ξαφνιάζομαι, ταράσσομαι, ανησυχώ.

Αλειτούργητος: αυτός που δεν εκκλησιάζεται, αυτός που πέθανε χωρίς την εκκλησιαστική τελετή.

Αλετροπόδα: εξάρτημα του αλετριού, το πίσω κάτω μέρος του ξύλινου ποδιού που μπαίνει το υνί, τα πλαϊνά της λέγονται φτερά και χρησιμεύουν να γυρίζουν το χώμα προς τα έξω.

Αλετροχέρα: ή λαβή του αλετριού.

Αλιάδα: η σκορδαλιά.

Αλικοντάω,-ίζω: εμποδίζω, τρομάζω, φοβίζω, παρουσιάζομαι σε κάποιον που κάνει κάτι κρυφά και του αλλάζω τα σχέδια.

Άλλειμμα: το χοιρινό λίπος στην λαΐνα βλ. λέξη, το παστό χοιρινό.

Αλουμανάου: χτυπάω αλύπητα.

Αμ(π)ολάω: αφήνω.

Αμαρκάλιστη: ανόχευτη  προβατίνα ή γίδα.

Αμμούτσα: αμμώδης λόφος, αμμουδερή πέτρα.

Αμουλόητου: απερίγραπτο.

Αμποδάω: εμποδίζω, δεν αφήνω, δεν επιτρέπω.

Αμποδισμένη: νύφη αμφισβητούμενης αγνότητας.

Αμπορ(γ)ιά: η είσοδος, η πρόχειρη πόρτα στην στρούγκα.

΄Αμπουλας: πηγή.

Αναβαλσιά: συκοφαντία, απατηλή παρακίνηση.

Αναγελάω: περιγελώ, κοροϊδεύω.

Ανακαψίλα: δυσπεψία.

Αναλοΐέμαι: σκέπτομαι, λογαριάζω.

Ανάμερα: παράμερα.

Αναπαή: ανάπαψη.

Ανασταίνω: αναθρέφω.

Αναφέρνω: λαχανιάζω.

Αναχαράζω: αναμασάω, μηρυκάζω.

Ανάχλιο: χλιαρό.

Ανεβάσταγος: ανυπόφορος, ανυπόμονος.

Ανέγνωρος: αγνώριστος.

Ανταριασμένος: θυμωμένος.

Αντιριέμαι: δυσκολεύομαι, επιφυλάσσομαι, αναρωτιέμαι

Αντιψύχι: πρόχειρο και μικρής ποσότητας φαγητό, για αντιμετώπιση μεγάλης πείνας.

Αντούβιανος: άνθρωπος χωρίς ευαισθησίες και τρόπους.

Αντούμης: στείρος, σεξουαλικά ανίκανος .

Αντραλίζομαι: ζαλίζομαι.

Αντρομίδα ή αντρομίδι: υφαντό πολύχρωμο κιλίμι με σχέδια (ξόμπλια) και κρόσσια στα άκρα, από μαλλί κατσίκας, στρώνεται κυρίως πάνω στις κασέλες, αλλά και στο πάτωμα, βαρύ μάλλινο σκέπασμα ,πανωφόρι.

Αξάγγλιγος: αχτένιστος, με τα μαλλιά πολύ μπερδεμένα.

Αξάϊ: αλεστικό δικαίωμα.

Απ(ε)ικάζω: συμπεραίνω.

Απαντοχή: ελπίδα.

Απαντοχή: ελπίδα.

Απιθώνω: αφήνω κάτω κάτι πού κρατάω στα χέρια μου, κάθομαι.

Απιστομίθηκε: έπεσε κάτω ανάποδα.

Απογιοτούρα: μέρος που έχει σκιά.

Αποζούρι: νύφη που δεν της έδιναν σημασία στο σπίτι και δεν είχε λόγο σε τίποτα.

Αποκοτιά: η παράτολμη πράξη.

Αποκρέβω: νηστεύω.

Απόκριση: απάντηση.

Απολάω: αφήνω, ξαμολάω.

Αποσπερού ή αποσπερνού: απόβραδο, απόψε.

Απόστασα: κουράστηκα.

Αποχαβώθηκα: έμεινα έκπληκτος

Αρ(γ)ιεύω ή αριώνω: αραιώνω.

Αραδίζω: πάω κάθε μέρα στο χωράφι και επιστρέφω στο σπίτι μου.

Άρατος: μη ορατός, άφαντος.

Αρβαλάω: κάνω θόρυβο, κάνω φασαρία.

Αρβάλι: το χερούλι του καζανιού που θηλύκωνε αντιδιαμετρικά σε ειδικούς γάντζους και όταν το άφηνες κάτω το σκεύος έπεφτε στο πλάϊ, κάνοντας και θόρυβο, χάλκινο ή τσίγκινο στρογγυλό δοχείο με χερούλι για το άρμεγμα των ζώων, κινητό χερούλι μεταλλικού σκεύους, το χερούλι της τέσας.

Άργητα (η): η καθυστέρηση.

Αργιάνι: τυρί φρέσκο, βρασμένο σε γάλα που έχει αποκτήσει τραγανή γεύση, γιαούτι αραιωμένο με νερό.

Άργιεμα: το αραίωμα.

Αργιολόϊ:  μικρή σοδειά, τα απομεινάρια της σοδειάς,  το κόσκινο βλ. αρηολόγος.

Αρδέλι: η λαβή, το χερούλι της τέσας .

Αρεσά: η ευαρέσκεια των γονέων, ένα  είδος συμβολαίου, προικοσυμφώνου εκτός συμβολαιογράφου  που υπογραφόταν πριν τον αρραβώνα για την προίκα της νύφης.

Αρήλογος: μεγάλο κόσκινο καθαρισμού τού σιταριού από  τις ξένες ουσίες βλ. δριμόνι.

Αρματώνω: ετοιμάζω, στολίζω.

Αρματωσιά: ο οπλισμός, τα εξαρτήματα, η εξάρτυση, τα φορέματα τής νύφης.

Αρνάρι: μεγάλη λίμα για το λιμάρισμα στις αξίνες, σκεπάρνια.

Aρνάριδες: τσοπάνηδες  των μικρών αρσενικών (σερκά), και των μικρών θηλυκών (αρνάδες) δηλαδή αρνιά που τα αποκόπτουν από τις μάνες τους (σουγκάρια).

Αρούκατος: ο μακρυχέρης, ο άχαρα ψηλός, ο απρόσεκτος

Αρουλιέμαι: ωρύομαι,  φωνάζω πολύ δυνατά με οδυρμό.

Αρούπω(ου)το(ου)ς: αχόρταγος.

Ασάρωτο: ασκούπιστο.

Ασημώνω: κάνω δώρο στο νεογέννητο κάτι ασημικό για να είναι καλότυχο και καλορίζικο, ραίνω με κέρματα τα προικιά της νύφης, όπως και το νυφικό κρεβάτι. Γενικότερα ασημώνω για καλή τύχη κάτι καινούριο. Υποχρεωτικό ασήμωμα έπρεπε να κάνει ο κουμπάρος στο νεογέννητο για να γίνει ο νονός του.

Αστόχαστος: αδιάφορος, απερίσκεπτος.

Αστράχα : σίγουρο μέρος για κρύψιμο, ρωγμή η τρύπα στον τοίχο που βάζαμε μέσα πράγματα για να τα κρύψουμε συνήθως η να τα προφυλάξουμε, να τα αποθηκεύσουμε, μικρή συνήθως σε μέγεθος π(αρόμοια λέξη η ''θουρίδα'' που μάλλον βγαίνει από την λέξη θυρίδα), το γείσωμα τής στέγης.

Ασύφταγος: ασυγκράτητος, βιαστικός, με την έννοια του τσαπατσούλη, αχόρταγος, λαίμαργος,  ο απρόσεχτος που μπορεί να προκαλέσει ατύχημα.

Ασυφταΐλα: λαιμαργία, πλεονεξία.

Άταρος, -η: αδύναμος, μαλθακός, όχι συμπαγές.

Ατσιάγκλιγος, -η:  αχτένιστος, -η.

Ατσίγαρος: χωρίς τσιγάρα.

Αυτιάστηκε = υποψιάστηκε

Αφαΐτης: απάνεμο και προσήλιο μέρος πρόσφορο για κουτσομπολιό.

Αφελάω(ου): χρεωστώ, χρησιμεύω.

Αφλίσκι: η δεύτερη, μικρή, τρύπα της βαρέλας, απ’ όπου μπαίνει αέρας για να αδειάζει εύκολα το περιεχόμενο (π.χ. το νερό).

Αφορμίζω : μολύνομαι,  ερεθίζομαι, «αφόρμισε η πληγή».

Αφουρκάζομαι: αφουγκράζομαι, ακούω με προσοχή ψίθυρους, ήχους.

Αφυγιασμένο: όταν ένα νεαρό ζώο έχει κρυώσει τόσο πολύ και δεν αναπτύσσετε από αυτό το λόγο.

Αφύσικος: μη φυσιολογικός.

Αχερίζω: βάζω άχυρο στα ζώα.

Αχν(ι)ά: ούτε κουβέντα.

Αχουγιάζω: μαλώνω, φωνάζω δυνατά, αγριεύω.

Αχούρι: στάβλος αλόγων ή γαϊδάρων, ακατάστατο σπίτι.

Αψάδα: η φούντωση, η έξαψη, τα νεύρα.

Αψήλου: ψηλά.

Αψύς: οξύθυμος, εριστικός.

Αψώμωτος: άγουρος, αγίνωτος, αδιαμόρφωτος.

 

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

 

Α

Α και να σε πιάκω στα χέρια μου.

Α κακό πώπαθα.

Αβάρετoτο γάλα.

Αγγεύει το μάτι μου= παίζει το μάτι μου, έχω τικ.

Άγιος που δε θαυματουργεί, μηδέ δοξολογιέται.

Αγύριγο είναι το λιώμα στο αλώνι.

Αγύριγο κεφάλι.

Αει στο γιούδα.

Αει στο διάτανο.

Αει στον κόρακα.

Ακόμα δεν ξέρει από πού κατουράνε.

Ακουμπέτι το έκανες= πέρασε το δικό σου.

Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι.

Αλλού βαρούν τα όργανα κι αλλού χορεύει η νύφη.

Αλλού με τρίβεις δέσποτα κι αλλού έχω εγώ το πόνο.

Αν δεν βρέξεις κώλο, δεν τρως ψάρι.

Αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το βυζαίν' η μάνα.

Αν δεν κουνήσ’ η σκύλα την ουρά της,[ ο σκύλος δεν πάει κοντά της].

Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει.

Αν δεν σε κλάσει μάστορας δεν γίνεσαι τεχνίτης.

(Ανά)θεμα το γονιό σου.

Από τα γεννητάτα του.

Από τα γεννοφάσκια του.

Αποκωρομένονάναι.

Απόξω κι ανακατωτά.

Αστράφτει στο Λοντάρι ,πιάσε βλάχο το πουρνάρι.

Αφέντη μ΄: προσφώνηση της νύφης στον πεθερό και μετά τον γάμο στον άντρα της.

Άφησε άκλαδο τ ' αμπέλι.

Άφησε τα πρόβατα αγύριγα.

Άφησε την πόρτα μπερέσι.

Αφορισμένος κι΄ακατέλυτος να ΄σαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πένθος στη Δάφνη

  Απεβίωσε ο Παναγιώτης Κων. Γεωργουλής με καταγωγή από τη Δάφνη όπου διέμενε στην Τρίπολη, σε ηλικία 87 ετών.  Η νεκρώσιμη ακολουθία θα τελ...