Β
ΛΕΞΕΙΣ
Βαρβατίλα: χαρακτηριστική μυρωδιά.
Βαρβάτος: επιβήτορας, σεξουαλικά
δυναμικός, πλούσιος .
Βαρβατσέλι: ο μικρός χοίρος πριν
ευνουχισθεί, το τραγάκι, γενικότερα το
νέο άτομο ή ζώο που έχει ορμές.
Βαργιεστημάρα: η τεμπελιά.
Βαργιέστησα: κουράστηκα.
Βάρδα: απομακρύνσου, φύγε μακριά.
Βαρδακούρι: χοντρό, κεντητό γιλέκο.
Βάρδουλο: δερμάτινη λωρίδα που
ράβεται μεταξύ της σόλας και του δέρματος του παπουτσιού.
Βαρέλα: (βλ. βαρέλι)
Βαρελάκι: μικρών διαστάσεων βαρέλι.
Βαρέλι : μεγάλο δοχείο σε σχήμα
κυλίνδρου, κανονικού ή με κυρτά τοιχώματα, για την αποθήκευση κυρίως υγρών. Τα
ξύλινα βαρέλια κατασκευάζονται από ξύλο δρυός, καστανιάς ή ρόμπολο και
χρησιμοποιούνται κυρίως στην οινοποιία και στην τυροκομία.
Βαρελιάζω: τοποθετώ για συντήρηση το
τυρί στο βαρέλι.
Βαρελοσανίδα: βαρελοσανίδα σανίδα
βαρελιού, σανίδα που έχει υποστεί ειδική επεξεργασία κοπής και ελαφριάς
κύρτωσης για τη κατασκευή βαρελιού(βλ. δόγα).
Βαρέματα: αποσκευές.
Βαρεμένος: κτυπημένος, βλάκας.
Βάρες: μεγάλα τσιμπούρια, πού ζουν
στο δέρμα αιγοπροβάτων.
Βάρεσα: χτύπησα.
Βαριά: πολύ βαρύ σφυρί με μεγάλη
λαβή γιατί το κρατούν με τα δύο χέρια.
Βαρίδι: μικρό μεταλλικό αντικείμενο
που προσθέτει βάρος σε μια ζυγαριά ή παλάντζα ή πλάστιγγα ή καντάρι, στο νήμα
της στάθμης του αλφαδιού των οικοδόμων, στα στημόνια ενός αργαλειού προκειμένου
να είναι τεντωμένα, καθετί που το αισθανόμαστε βαρύ
Βαριόμοιρος: δυστυχής.
Βαριοπούλα: βαρύ σφυρί.
Βαρυγκόμια: δυσφορία.
Βασιλικά: τα μέρη του γουρουνιού που
έβγαζαν ένα εξαιρετικής ποιότητας λίπος.
Βασιλικός: αρωματικό ποώδες φυτό
χρήσιμο στη μαγειρική με θεραπευτικές και καλλυντικές ιδιότητες. Υπήρχε πάντα ένας τενεκές-που
γλάστρες- με βασιλικό στις εξώπορτες ή στους εξώστες των σπιτιών για να
εξασφαλίσει καλή τύχη και για να δηλώσει πως κάποια από τις κοπέλες του σπιτιού
είναι έτοιμη για γάμο.
Βασίλισσα μέλισσα: το θηλυκό έντομο
που έχει πλήρες αναπαραγωγικό σύστημα λόγο της διατροφής του μόνο με βασιλικό
πολτό, χωρίζεται σε γονιμοποιημένη και αγονιμοποίητη.
Βασιλόπιτα: το έθιμο της βασιλόπιτας δεν ήταν διαδεδομένο
στα μέρη μας. Αντ΄ αυτού οι νοικοκυρές
ζύμωναν την μπογάτσα (βλ. λέξη) ψωμί από ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι με
αρωματισμένο -με κανέλα και φύλλα δάφνης- νερό μαζί και με ελαιόλαδο, έριχναν
και λίγη ρακή και το έπλαθαν κουλούρα βάζοντας γύρω γύρω μπόλικο σουσάμι από
πάνω αμύγδαλα και καρύδια άσπαστα. Αργότερα έβαζαν μέσα το νόμισμα.
Βασκα(ί)νω: ματιάζω.
Βασκανία: το μάτιασμα.
Βασκαντούρι: φυλακτό κρεμασμένο στο
λαιμό για την αποφυγή του ματιάσματος.
Βασταγό: ο γάιδαρος.
Βασταερό: το γαϊδούρι
Βαστάκι: το θηλύκι του παντελονιού
για να περνά η ζωστήρα.
Βασταριά: ξύλινο φορείο χρήσιμο για
την μεταφορά βαριών αντικειμένων.
Βαστάω: κρατάω, κουβαλάω, μεταφέρω,
υποβαστάζω, διαρκώ, διαθέτω, κατέχω, αισθάνομαι, συγκατανεύω, αντέχω ψυχικά,
υπομένω.
Βάτα: διάφοροι αγκαθωτοί θάμνοι ή
χαμηλά δέντρα. Ένας από αυτούς η βατομουριά παράγει βρώσιμους καρπούς.
Βάτεμα: η πράξη της γονιμοποίησης.
Βατεύω: (επί ζώων ίσως περισσότερο
για τις γάτες) επιβαίνω θηλυκού με σκοπό τη γονιμοποίηση.
Βατοκόφτης: τσεκούρι για βάτα.
Βατόμουρα: καρπός της βατομουριάς,
μικρό χυμώδες κοκκινόμαυρο φρούτο από το οποίο φτιάχνονται μαρμελάδα, πίτες κι
άλλα γλυκά.
Βάτραχοςή βατράχι ή μπάκακας: μικρό ζώο που ανήκει στην τάξη των άνουρων
(χωρίς ουρά) αμφίβιων, τα πίσω πόδια του είναι μεγαλύτερα και τα δάχτυλά είναι
ενωμένα με μεμβράνη όταν είναι στην ξηρά μετακινείται με άλματα έχει
χαρακτηριστική φωνή.
Βατσίνα ή βιτσίνα: σημάδι
εμβολιασμού, το εμβόλιο.
Βαφή του γνέματος: Οι κλωστές
βάφονταν σε κουλούρες και βέβαια βάφονταν μόνο όσες ήταν από άσπρα μαλλιά. Τα
φυσικά μαύρα, τα "λάϊα", δεν βάφονταν, ούτε και τα καστανόχρωμα.
Βαφή: η ενέργεια του βάφω, το
βάψιμο, το χρώμα που χρησιμοποιείται για να βάψουμε κάτι.
Βάφτιση: η βάπτιση, η τελετουργική
βύθιση στο νερό ενός ανθρώπου, που σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας πνευματικής
πορείας, η βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη,
η τέλεση του βαπτίσματος, του μυστηρίου της εκκλησίας, με το οποίο ένα
βρέφος γίνεται χριστιανός, με παράλληλη ονοματοδοσία.
Βαφτίσια: η εκκλησιαστική και
κοινωνική διαδικασία της βάπτισης.
Βγάζω ή ξεβγάζω: κηδεύω «τον
έβγαλαν», εκθέτω δημοσίως.
Βγάνω: βγάζω, καταφέρνω.
Βδομάδα: η εβδομάδα.
Βεδούρα: ξύλινο κυλινδρικό δοχείο,
με το οποίο οι κτηνοτρόφοι μετέφεραν υγρά, σε αυτό άρμεγαν το γάλα, έπηζαν το
γιαούρτι.
Βεζά: ξύλινη κατασκευή κυκλικού
σχήματος, στην οποία τοποθετείται (κρεμιέται) το κουδούνι ή το τσοκάνι , για να
κρεμαστεί όλο αυτό μαζί από το λαιμό του ζώου.
Βελάζω: κάνω τη χαρακτηριστική
κραυγή του πρόβατου ή της κατσίκας, φωνάζω δυνατά.
Βελάνι: βελανίδι.
Βέλασμα: η χαρακτηριστική κραυγή του πρόβατου ή της
κατσίκας.
Βελέντζα: χοντρό κλινοσκέπασμα
χειροποίητο στον αργαλειό από μαλλί κατσικιού.
Βελέσι: μάλλινο πλεκτό γυναικείο
φόρεμα, μεσοφόρι.
Βελόνι: η βελόνα του ραψίματος,
οικοδομικό εργαλείο (βλ. σμιλάρι).
Βεντούζα: αφαίμαξη κρυολογήματος με
καυτές γυαλόκουπες στην πλάτη του ασθενούς. Τύλιγαν μπαμπάκι σ΄ ένα πιρούνι, το
πότιζαν με οινόπνευμα και του έβαζαν φωτιά. Στη φλόγα του ζέσταιναν μια
γυαλόκουπα, την οποία την τοποθετούσαν με δύναμη στην πλάτη του ασθενή. Σ΄ αυτό
το σημείο το δέρμα πυρωνόταν και φούσκωνε. Όταν κρύωνε την έβγαζαν και την
έβαζαν σε άλλο σημείο. Ήταν ένας πρακτικός τρόπος για να φύγει το κρύωμα.
Βερβερίζω: κλαίω γοερά και με
λυγμούς.
Βερβερίτσα: σκίουρος.
Βέργα: (βλ. βίτσα).
Βεργάδα: η ενός έτους κατσίκα,
βετούλα.
Βεργάδι: είναι κατσίκι μεγαλύτερο
των ενός ετών, βετούλι.
Βεργατσούλα: κρεβάτι πάνω σε δέντρα,
κρεβατωσιά. Οι δραγάτες έφτειαχναν και ένα υποτυπώδεςκαλυβάκι πάνω σε μία
βεργατσούλα.
Βεργιά: κληματόβεργες
Βεργολυγάω: κινούμαι ευλύγιστα σαν
βέργα.
Βεργολυγερή: κοπέλα λεπτή, ψηλή και
λυγερή σαν βέργα.
Βερεβά: λοξά.
Βερέμης: φιλάσθενος, χτικιάρης,
κιτρινιάρης
Βερέμι: η φυματίωση.
Βερεμιάρης: (βλ. βερέμης).
Βερέμισαε: έπαθε φυματίωση.
Βερεσέ: επί πιστώσει.
Βερεσιέδια: χρέη από πίστωση.
Βερζεβούλης: ο Σατανάς.
Βερζί: το «μήλο» τού μάγουλου.
Βέστα: είδος πουκαμίσας που παρ΄ όλο
δε φορέθηκε στο χωριό την αναφέρω σαν μέρος της Αρκαδικής φορεσιάς κυρίως της
Γορτυνία και οπωσδήποτε της Δημητσάνας.
Βετούλι: κατσικάκι μεγαλύτερο του
ενός έτους αλλά μικρότερο από δύο, δεν έχει γεννήσει και ζυγίζει ήδη πάνω από
15-20 κιλά, άπειρος νέος.
Βετουλιάρηδες: αυτοί που βόσκουν τα
κατσίκια που γεννήθηκαν τον προηγούμενο χειμώνα.
Βήσαλα: κομματιασμένες πέτρες η
τούβλα.
Βιά: μεγάλη ανάγκη, δύσκολη
κατάσταση.
Βιάση: η βιασύνη.
Βίγλα: ψηλό σημείο απ΄ όπου μπορεί
κανείς να βλέπει μακριά, παρατηρητήριο.
Βιδάνιο: γκανιότα, το ποσοστό από τα
κέρδη χαρτοπαιχτικών παιχνιδιών που παρακρατούνται από κάποιον (τσιρίμπαση,
λέσχη, καφενείο κ.λπ.), ό,τι μένει από κάποιο ποτό στο ποτήρι .
Βιδόνι: τενεκεδένιο δοχείο, μπιτόνι
.
Βίκα: πήλινο δοχείο, μικρότερη από
τη στάμνα.
Βίκες: στάμνες
Βίκος: φυτό κατάλληλο για ζωοτροφές.
Βιλαέτι: περιοχή από διοικητικής διαιρέσεως.
Βιλάρι: άκοπο υφαντό του αργαλειού
σε ρολό ή άκοπο ύφασμα, νήμα αργαλειού.
Βιολί: έγχορδο μουσικό όργανο με
τέσσερις χορδές που παίζεται με δοξάρι. Ο μουσικός το στηρίζει στον ώμο του με
το ένα χέρι κι απλώς πιέζει τις χορδές χωρίς να το κρατά καθόλου ενώ με το άλλο
χέρι κινεί το δοξάρι επάνω στις χορδές.
Βιολιτζής: ο μουσικός που παίζει
βιολί που παίζει δημοτικά ή άλλα τραγούδια για να διασκεδάσει τον κόσμο σε
πανηγύρια ή κέντρα διασκέδασης.
Βιός: η περιουσία, αφθονία.
Βίτσα: λεπτό ίσιο ευλύγιστο κλαδί.
Βιτσιά: κτύπημα από βίτσα,
παρακίνηση, εκβιασμός, «δεν παίρνει βιτσιά».
Βλάβει: ζημιώνει, βλάπτει.
Βλάγγος: ξανθοκόκκινο άλογο.
Βλάμης: αδελφοποιτός.
Βλαχαδερό: αγροίκος.
Βλάχικα: φυλή προβάτων που
προτιμούσαμε στο χωριό.
Βλάχος: ο χωριάτης, υποτιμητική
προσφώνηση των Τριπολιτσιωτών στους κατοίκους των χωριών.
Βλησίδι: αφθονία, πλούτος.
Βλίτα: χόρτα που τρώγονται βραστά με
ξύδι ή λεμόνι και σε συνδυασμό με σκόρδο ή τσιγαριστά με διάφορα άλλα λαχανικά
όπως οι κολοκυθοκορφάδες.
Βλόγα: να ευλογάς, ευλόγησε.
Βλογάω: ευλογώ, επιτρέπω, δίνω την ευχή μου.
Βλογημένος-η-ο: ευλογημένος, ο
άτυχος, ο παραλογισμένος.
Βλοημένος: ευλογημένος συνήθης
προσφώνηση σε μικρούς και μεγάλους.
Βλοΐσια: οι ευχές στους γάμους.
Βματιά: τα έντερα (κυρίως το παχύ
έντερο) και το στομάχι τα έκαναν του
γουρουνιού τα γέμιζαν με σιτάρι χοντροκομμένο
ώστε να γίνει μπλιγούρι, ανακατεμένο με μυρωδικά και το έψηναν στο φούρνο.
Βο(ου)ή: εξακολουθητικός,
ακαθόριστος, συγκεχυμένος ή υπόκωφος θόρυβος, βουητό, βούισμα.
Βόηθιο: βοήθεια.
Βόϊδι: το βόδι, μηρυκαστικό κατοικίδιο ζώο μεγάλου μεγέθους
που το αρσενικό, το βόδι,
χρησιμοποιείται κυρίως για την αναπαραγωγή (ταύρος) και την εκτέλεση γεωργικών
εργασιών ή μεταφορών, το θηλυκό του , η αγελάδα ή δάμαλις , εκτρέφεται για το
κρέας ή και κυρίως το γάλα της και το
μικρό , το μοσχάρι ή δαμάλι, για το κρέας του,
Βοϊδογλειψιά: φυσική αναδίπλωση
τριχώματος πάνω από το μέτωπο.
Βολά: φορά.
Βολάει: χωράει, βολεύει.
Βόλεψη: η ευκολία, η άνεση.
Βολή:
(βλ. βόλεψη).
Βολοδέρνω: ταλαιπωρούμαι.
Βολύμι: μολύβι.
Βοριάζω: περιορίζω σε συγκεκριμένο
χώρο, στριμώχνω.
Βορός: το ποιμνιοστάσιο, ο
περιφραγμένος χώρος που διανυκτερεύουν τα ζώα.
Βοσκή: η τροφή των αιγοπροβάτων.
Βόσκηση: η ενέργεια του βόσκω
αιγοπρόβατα. Η βόσκηση γινόταν όλο το χρόνο. Από νωρίς το πρωί, από το
«φώτημα», το «χάραγμα», μέχρι το σούρουπο.
Βοσκός: αυτός που ασχολείται με τη
βόσκηση των ζώων, τα οδηγεί στους βοσκότοπους και τα επιτηρεί, τσοπάνης.
Βοσκοτόπι: (βλ. βοσκότοπος).
Βοσκότοπος: οι εκτάσεις με χορτάρι
κατάλληλο για τη βοσκή .
Βόσκω: ασχολούμαι με την βόσκηση των
ζώων, γυρίζω άσκοπα, περιπλανιέμαι, «Βόσκει η φωτιά, η πληγή».
Βοτάνι: φυτό με φαρμακευτικές
ιδιότητες, άγνωστο φυτό με μαγικές ικανότητες.
Βοτάνισμα: Το βοτάνισμα γινότανε
συνήθως (τον Απρίλη και το Μάιο στους κάμπους κι αργότερα στο βουνό)σύμφωνα με
το είδος σιτάρι, καλαμπόκι κ.λ.π. Ήταν μια υποχρεωτική καλλιέργεια γιατί έπρεπε
να βγάλουν με τα χέρια ή με το σκαλιστήρι όλα τα ζιζάνια που είχαν φυτρώσει
μέσα στα σπαρτά και να αφήσουν μόνο την κύρια καλλιέργεια, για να αναπτυχθεί
καλύτερα. Ορισμένοι που δεν μπορούσαν να βοτανίσουν τα χωράφια, έριχναν στα
σιτάρια τα πρόβατα, γιατί δεν τα πείραζαν. Αντίθετα από τα κριθάρια που τα
έτρωγαν. Ήταν και αυτό μια ευκολία για τις γυναίκες. Το βοτάνισμα είχε βέβαια
και μια πρόσθετη ωφέλεια, καθώς με τα φρεσκοκομμένα χόρτα ταΐζανε τα ζώα.
Βούζα: μεγάλο βατράχι.
Βουησμένο: ματιασμένο.
Βουίζει: ακούστηκε κάτι ντροπιαστικό
ή πολύ κακό σ΄ όλο το χωριό.
Βούκινο: η δημοσιοποίηση ενός
μυστικού.
Βουλή: απόφαση, σκέψη.
Βούλομαι: θέλω, δέχομαι.
Βούλωμα: το αντικείμενο με το οποίο
βουλώνω.
Βουλώνω: στεγανοποιώ, γεμίζω,
σωπαίνω, κλείνω.
Βουνί: βουνό, συνθετικό μιας άλλης
λέξης π.χ. Μαυροβούνι, χαμοβούνι κλπ.
Βουνό: μεγάλο ύψωμα του εδάφους,
μεγάλο φορτίο, μεγάλο βάσανο «τύχη βουνό= λέγεται για κάτι το οποίο απροσδόκητα
βρέθηκε μπροστά μας».
Βουρ: όρμα, εμπρός.
Βουρκίλα: η μυρωδιά του βούρκου,
μπρουτσίλα (βλ. λέξη).
Βουρλιάζω: αρμαθιάζω.
Βουρλίζομαι: συγχύζομαι,
αναταράσσομαι «σαν θάλασσα βουρλίζεται».
Βουρλισμένος: τρελαμένος.
Βούρλο: υδροχαρές φυτό πάχους 3-5
χιλ. με κυλινδρικό κορμό με τον οποίο φτιάχνονται τα καλάθια.
Βούτα: αποθηκευτικό ξύλινο δοχείο
τυριού, κοντό και φαρδύ βαρέλι, αρπαγή, το βούτηγμα της μπουκιάς στο φαγητό.
Βουτάει: αρπάζει
Βουτάω(ου): βυθίζω, βυθίζομαι, αρπάζω, συλλαμβάνω, κλέβω.
Βουτσάς: ο βαρελάς.
Βουτσέλα = ξύλινο βαρέλι νερού
Βουτσέλα: ξύλινο υδροδοχείο, μικρό
βαρέλι.
Βουτσέλι: (βλ. βουτσέλα).
Βουτσί: είδος μικρού σε μέγεθος
βαρελιού, κρασοβάρελο.
Βουτυρόκαδα: ψηλό κυλινδρικό ξύλινο
δοχείο (κάδη) για την παρασκευή βουτύρου
στο οποίο με ένα ξύλινο ραβδί , που στη
μία άκρη έχει στερεωθεί κυκλικός ξύλινος δίσκος διάτρητος (όλη η κατασκευή
θυμίζει έμβολο),"χτυπάμε" το γάλα ανεβοκατεβάζοντας αυτό το έμβολο με
σταθερές κινήσεις.
Βρα(γ)ϊά: η πρασιά.
Βρακοζώνα: ζώνη πλεχτή που κρατάει
το μπενοβράκι και το βρακί (βλ. λέξεις).
Βρακοζώνι: (βλ. βρακοζώνα).
Βρασιά: η βράση.
Βραστή γίδα: ή συγκλονιστική σούπα
που δεν περιέχει τίποτα άλλο από το κρέας , νερό, αλάτι και ένα μυρωδικό, συνήθως θρούμπι, βρασμένη σε
τσουκάλι.
Βραστή προβατίνα: το παραδοσιακό
έδεσμα της Αγίας Τριάδας, του Δεκαπενταύγουστου, του Προφήτη Ηλία και των
γάμων. Αφού βράσει σε καζάνι με αλάτι και φλισκούνι σερβίρετε είτε το κρέας σαν
μεζές, είτε το ζουμί ξεχωριστά, είτε σαν κρεατόσουπα.
Βραστό: φαγητό μαγειρεμένο σε
βρασμένο νερό, βραστό κρέας προβάτου που κατανάλωναν σε γιορτές και πανηγύρια.
Βραστογαλιά: (βλ. βραστόγαλο)
Βραστόγαλο: βραστό γάλα με
αλάτι που το τρώγουν με ψωμί.
Βραχιόνα: θάμνος ασφοδέλου,
καρμπούσια( βλ. λέξη).
Βραχνοκόκκορας: ο βραχνιασμένος.
Βρε(σ)τικά: αμοιβή για εύρεση
χαμένου πράγματος.
Βρέντα: βόλτα
Βρίσκομαι: βοηθάω, «μου βρέθηκε στην
ανάγκη».
Βροντάρι: το δοκάρι που κρατάει το γείσο
της στέγης.
Βροντημένος: αλλοπρόσαλλος, χωρίς
λογική.
Βρόντηξα: έπεσα, κτύπησα.
Βροντιά: πτώση.
Βροντολόι: παρατεταμένες βροντές.
Βρόντος: ο θόρυβος, μάταια.
Βρουβί: βολβός φαγώσιμος, τα
βλαστάρια με τα άνθη του τρώγονται τσιγαριστά σε ομελέτες. Οι βολβοί βράζονται
για να ξεπικρίσουν και σερβίρονται με λάδι και ξύδι ή γίνονται καταπληκτικό
τουρσί για μεζέ. Άφθονη ήταν η κατανάλωση τους κατά τη νηστεία της Σαρακοστής.
Πολύ δύσκολη και επίπονη η εργασία της
εξαγωγής από τη γη των βρουβιών
κυρίως εκείνων που φύονται στα ορεινά που είναι πιο νόστιμα από τα καμπίσια.
Άλλες ονομασίες βολβός, κουρκουτσέλι, κρεμμυδούλα, σκυλοκρέμμυδο, ασκορδούλακαςσκορδούλακας,
βροβιός.
Βρουκόλακας: ο βρυκόλακας.
Βρουκολάκιασε έλεγαν για τα μωρά που πέθαιναν αβάπτιστα.
Βρουχιέται: βρυχηθμός των ζώων, όταν
κατασπαράζουν τη λεία τους, βρυχάται, μουγκρίζει, κλαίει γοερά, ουρλιάζει από
πόνο.
Βροχάρης: ο βροχερός καιρός.
Βρυσάκι τοίχου: επιτοίχια τσίγκινη
κατασκευή από ένα αποθηκευτικό χώρο (μουσλούκι) για το νερό με άνοιγμα στη
κορυφή και μια μικρή κάνουλα μπροστά και κάτω από την οποία έτρεχε το νερό για
το πλύσιμο του προσώπου και των χεριών. Εκτός από την πετσέτα που ήταν
κρεμασμένη στον τοίχο συνήθως υπήρχε ένας καθρέφτης για το ξύρισμα και μια
τσίγκινη λεκανίτσα για τα απόνερα.
Βρύση: κατασκευή σε ανοιχτό χώρο για
τη λήψη νερού από το κοινό.
Βρώμη: δημητριακό που ενώ είναι
κατάλληλη τροφή και για ανθρώπους, ως επί το πλείστον χρησιμοποιείται ως
ζωοτροφή. Από τις κύριες καλλιέργειες του χωριού.
Βρωμήστρα: η θημωνιά με δεμάτια
βρόμης.
Βυζάχτρα: ζωύφιο που ρουφάει το αίμα στα πουλιά, το θήλαστρο.
Βυρός: το σιφόνι του ποταμού.
Βυσσινιά: είναι μια ποικιλία της κερασιάς με μεγάλα ελλειψοειδή φύλλα και
μικρούς κόκκινους καρπούς οι οποίοι είναι πιο ξινοί από τα κεράσια και
χρησιμοποιούνται κυρίως στη ζαχαροπλαστική. Στο χωριό οι βυσσινιές ήταν ελάχιστες.
Βύσσινο: ο καρπός της βυσσινιάς.
Βώλοι: παιδικό παιγνίδι με πήλινα
σφαιρίδια. Τα γυάλινα σφαιρίδια λέγονται γκαζές.
ΦΡΑΣΕΙΣ
Βάζω νερό στο κρασί μου.
Βάϊβάϊ: πω-πω επιφώνημα είτε για
χαρά, είτε για λύπη.
Βάλαμε κεχαγιά/δερβέναγα στο κεφάλι
μας.
Βάλαμε τα χεράκια μας και βγάλαμε τα
ματάκια μας.
Βαράει μύγες.
Βαράει το σαμάρι ν’ ακούσει ο
γάιδαρος.
Βαράτε βιολιτζήδες.
Βάρδα φουρνέλο.
Βάρεσε κανόνι= χρεωκόπησε.
Βαρίδια αισθάνομαι τα πόδια μου.
Βάρταχάλαστα.
Βαρύ πεπόνι.
Βαρύς κι ασήκωτος.
Βασιλική η διαταγή και τα σκυλιά
δεμένα.
Βάστα Ρόμελ!
Βάστα Τούρκο να γεμίσω.
Βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα.
Βγάζει απ’ τη μύγα ξύγκι.
Βγάζουν τα μάτια τους.
Βγήκε απ’ τα ρούχα του.
Βγήκε στο κλαρί.
Βγήκε στο μεϊντάνι.
Βίος και πολιτεία.
Βλέπει τα ραδίκια ανάποδα.
Βοήθεια μας η σημερινή.
Βόιδι πήγε, γελάδα γύρισε.
Βόσκει η φωτιά, η πληγή.
Βούλεσαι, γέρο μ ' βούλεσαι;
Βουλωμένο γράμμα διαβάζει.
Βουνό με βουνό δε σμίγει.
Βράζει με το ζουμί του.
Βρακί δεν είχε να φορέσει.
Βράσε ρύζι.
Βρε, σαν τα χιόνια.
Βρεγμένο θέλει το παξιμάδι.
Βρέθηκε στο λάκκο με τα φίδια.
Βρέχει του καλού καιρού.
Βρήκα το μπελά μου χωρίς να φταίω.
Βρήκαμε μαλλί να ξάνουμε.
Βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πέντε-έξι.
Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι
αναγάλλιασε η καρδιά του.
Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ.
Βρήκε το διάολό του.
Βρόμα και δυσωδία.
Βρομάει το χνώτο του απ’ την πείνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου