Δεκέμβρης, προπαραμονή Χριστουγέννων. Μόλις πάει να χαράξει. Ο Ασεάτικος ουρανός είναι βαρύς και κατάμαυρος και αυλακώνεται συνέχεια από αστραπόβροντα. Δίπλα ο Αϊ Λιας πνιγμένος από πυκνή κατσαντάρα προσπαθεί να ανασάνει επί ματαίω όμως. Δεν τον αφήνει. Η κατσαντάρα σιγά σιγά κατρακυλάει προς το χωριό. Τα παπαλιαίκα σπίτια ίσα που φαίνονται. Φυσάει άνεμος δυνατός με ψιλόβροχο. Ο αέρας με μανία δέρνει τα παραθυρόφυλλα μουγκρίζοντας, λες και θέλει με το ζόρι να μπει μέσα. Αλάργα, μόλις που ακούγεται να σημαίνει ο όρθρος και εγώ βυθίζομαι πιο βαθιά στα στρώματα. Ένας τέτοιος παλιόκαιρος, όση και καλή διάθεση και να έχεις, σε αρρωσταίνει, σε κάνει να νοιώθεις μελαγχολία και καταθλιπτική διάθεση και σε προδιαθέτει να κάτσεις μέσα στα στρώματα να λουφάξεις και να μην σηκωθείς ποτέ. Έλα όμως που οι δουλειές τρέχουν και δεν σε περιμένουν. Πρέπει να σηκωθώ να βοηθήσω την μάνα μου να ανάψουμε την φωτιά κάτω από την λότζα για να ζεστάνουμε νερό. Θα σφάξουμε το γουρούνι σήμερα και ο καιρός δεν βοηθάει. Και εκεί που ετοιμάζομαι να ανάψω τα ξύλα, από μακριά σαν το παράπονο ακούγεται η πρώτη κραυγή, αλλά δεν με ξαφνιάζει. Είναι μια γνώριμη κραυγή απόγνωσης και απελπισίας. Ένα βίαιο ουρλιαχτό που σιγά σιγά βραχνιάζει και παίρνει τον βρόγχο του θανάτου. Αγαπητοί αναγνώστες, σας καλωσορίζω στην ξενάγηση των γουρουνοσφάγιων και γενικότερα στον εορτασμό των Χριστουγέννων εκείνης της παλιάς αλλοτινής, αλαργινής και όμορφης εποχής. Αυτά τα ουρλιαχτά που έβγαιναν από το βασανιστικό και απάνθρωπο τρόπο σφαγής των γουρουνιών σε λίγο θα γενικευτούν και θα ακούγονται από όλες τις γειτονιές. Αν κάποιος τα άκουγε για πρώτη φορά, άκρατον δέος θα τον κυρίευε και θα αναμάλλιαζε. Σε εμάς τα παιδιά όμως ήταν κάτι το συνηθισμένο. Τα αυτιά μας είχαν συνηθίσει σε τέτοια ακούσματα και καταστάσεις και μας άφηναν σχεδόν αδιάφορους. Το γεγονός μάλιστα ότι θα λιγδώναμε το άντερό μας για καμιά δεκαριά μέρες, μας χαροποιούσε κιόλας. Εξάλλου για αυτό το σκοπό με φροντίδα μεγαλώνανε τα γουρούνια, αυτός ήταν ο τελικός προορισμός τους και αυτή ήταν και η παράδοση.
Τα γουρουνοσφάγια μερικοί νοικοκυραίοι τα έκαναν την προπαραμονή, ενώ άλλοι την παραμονή των Χριστουγέννων. Κάθε νοικοκυριό, τον μήνα συνήθως Σεπτέμβριο, αγόραζε από το παζάρι της Τρίπολης ή της Μεγαλόπολης (μερικοί εξέτρεφαν δικές τους γουρούνες), ένα γουρουνόπουλο το οποίο το μεγάλωναν μαζί με το γουρούνι που είχαν ήδη αγοράσει τον περασμένο Σεπτέμβρη. Το μεγάλο γουρούνι το έσφαζαν τα Χριστούγεννα και το μικρό το κράταγαν για την επόμενη χρονιά κοκ. Το γουρουνόπουλο κουβαλούσε και αυτό τις δικές του τραυματικές εμπειρίες. Μετά από καμιά δεκαριά ημέρες από την αγορά του, έπρεπε να τα το μουνουχίσουν (στειρώσουν) για να μην βρωμάει το κρέας του όταν θα μεγαλώσει και για να παχύνει. Ειδικός στις στειρώσεις ήταν ο γέρο Πουλόχρηστας, ο οποίος στείρωνε και μεγαλύτερα ζώα όπως άλογα, γαϊδούρια μουλάρια κτλ, διότι είχε άριστες κτηνιατρικές γνώσεις, αλλά την στείρωση των γουρουνόπουλων την έκαναν και πολλοί άλλοι νοικοκυραίοι. Πρώτα απολύμαναν το όσχεο με οινόπνευμα. Μετά με ένα ξυράφι έκοβαν το όσχεο και αφαιρούσαν τους αδένες, χωρίς βέβαια κάποια νάρκωση. Μετά στο άδειο όσχεο έριχναν ελαιόλαδο και τέλος το γέμιζαν με τριμμένο κάρβουνο που έπαιρναν από το τζάκι ανακατεμένο με λίγη χαλαζόπετρα (θειικό χαλκό). Μετά κλείνανε το γουρουνόπουλο μέσα σε ένα τσουβάλι για να μην πάει σε κανά τοίχο και ξυστεί και του αφορμίσει (μολυνθεί) η πληγή. Τώρα πόσο υπέφεραν τα γουρουνόπουλα και πως τα κατάφερναν να επιζήσουν με αυτά τα γιατροσόφια μονάχα τα ίδια το γνώριζαν, όμως απώλειες δεν υπήρχαν.
Το σφάξιμο των γουρουνιών το αναλάμβανε ειδική ομάδα τεσσάρων πέντε ατόμων ανά γειτονιά. Θυμάμαι μια χρονιά σφάξανε το γουρούνι του γέρο Νικολή του Γιόκα (Κωστόγιαννη). Την ομάδα την απάρτιζαν ο Μιχάλης ο Δάμης (Μπέης), ο Γεώγιος Κανελλοπουλος (Σουρές), ο Παναγιώτης Μπιλιλής (Παπάγος) και ο Μήτσος ο Κωστόγιαννης (Δημοσταθάκος). Όταν τέλειωσαν πριν φύγουν η κόρη του γέρο Νικολή Γιωργία, με δυο τρεις ελιές και λίγο ψωμί τους κέρασε από ένα ποτήρι κρασί, αυτό συνηθιζόταν, για να τους ευχαριστήσει για την οικειοθελή προσφορά τους. Μερικοί άλλοι όταν βγάζανε τον καρίτζο (λάρυγγα) από το γουρούνι, παρά την νηστεία, τραβάγανε λίγη θράκα από την φωτιά που βράζανε τα καζάνια με τα νερά, για τον καθαρισμό του γουρουνιού, τον πετάγανε επάνω, ψηνόταν και τον τρώγανε πίνοντας και τα ποτηράκια τους. Αυτή ήταν και η αμοιβή τους. Ο γέρο Νικολής λοιπόν είχε ξαπλώσει μπρούμυτα επάνω στο γουρούνι για να μην σηκωθεί και φύγει. Τι κάνεις εκεί ρε μπάρμπα Νικολή του λένε γελώντας, το σφάξαμε το γουρούνι δεν πρόκειται να φύγει. Ξέρεις μαθές καμιά φορά τι γίνεται. Ξέρεις τι αναθεματισμένα είναι αυτά, απαντάει. Κάλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε. Ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, άμα τα καβαλήκει, άντε να τα πιάσεις. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του, κάνει μπρατ το γουρούνι και σκαπετάει στο Λακατουγκιώνη. Εκεί και σωριάζεται. Τι το μελέταγες του λένε όλοι με ένα στόμα σαστισμένοι. Το μελέτημα σας έφταιξε; Ή ότι η ψυχή η μαγκούφα δεν βγαίνει εύκολα. Τώρα σύρτε να το φέρετε. Τελικά το έζεψαν στο μουλάρι του και σούρνοντας το έφεραν στο σπίτι.
Το γουρούνι προσπαθούσαν να το σφάξουν στο σημείο που θα γινόταν η διαδικασία του καθαρισμού του, γιατί μετά την σφαγή, λόγω του βάρους του, 150 οκάδες περίπου, δεν ήταν εύκολο να μετακινηθεί. Για να πάει το γουρούνι όμως στο συγκεκριμένο μέρος προσπαθούσαν να το δελεάσουν με κάποια τροφή. Ενώ τις προηγούμενες ημέρες το γουρούνι σε έπαιρνε από πίσω για να φάει την τροφή, την ημέρα της σφαγής του, όχι μόνο δεν ακολουθούσε, αλλά αρνιόταν να πάει και δια της βίας, λες και το καταλάβαινε. Ίσως οι κραυγές και τα γρυλίσματα των άλλων γουρουνιών να το είχαν επηρεάσει ή και ακόμη ειδοποιήσει. Ποιος ξέρει; Όμως αυτό συνέβαινε. Κατά την διάρκεια της σφαγής έβαζαν ένα λεμόνι στο στόμα του γουρουνιού, μάλλον για να νοστιμέψει το κρέας του, ενώ η νοικοκυρά με ένα λιβανιστήρι έκαιγε λιβάνι και το λιβάνιζε. Είναι αυτό που λέμε ‘’Να σε κάψω Γιάννη να σε αλείψω λάδι’’. Το σφαγμένο γουρούνι το έβαζαν συνήθως επάνω σε μια ξύλινη πόρτα που έβγαζαν από κανά καλύβι ή σε δεμάτια από σπάρτα και άρχιζε ο καθαρισμός της τρίχας. Αν ο καιρός ήταν χιονιάς ή βροχερός, που συνήθως τέτοιος καιρός ήταν, το καθάριζαν κάτω από την λότζα ή μέσα στο κατώι. Το έβαζαν πρώτα πάνω στην πόρτα σαν να κάθεται όρθιο, δηλαδή τα πόδια του γουρουνιού ήταν διπλωμένα επάνω στην πόρτα, ώστε η ράχη του γουρουνιού και τα πλευρά του να είναι ελεύθερα και το ζεμάτιζαν. Άπλωναν δηλαδή πάνω στην ράχη του γουρουνιού μία λινάτσα την οποία έβρεχαν συνεχώς με θερμό (καυτό νερό). Η βρεγμένη λινάτσα διατηρούσε για αρκετό χρόνο ζεστό το δέρμα του γουρουνιού με αποτέλεσμα να μαλακώνουν οι τρίχες και ξύνοντάς τες να αφαιρούνται. Η διαδικασία του καθαρισμού κρατούσε αρκετό χρόνο. Όταν τέλειωναν του πέρναγαν το τσιγκέλι στα πισινά πόδια και το κρέμαγαν κατωκαίφαλα από κάποια κόρδα καλυβιού ή σπιτιού και ακολουθούσε το ξεκοίλιασμα. Οι νοικοκυρές έπαιρναν τα άντερα τα έπλεναν τα έκοβαν ανά μέτρο τα φούσκωναν και φουσκωμένα τα κρέμαγαν πάνω σε ένα πλάστη και τα έβαζαν κοντά στο τζάκι για να καπνιστούν και να ξεραθούν για να κάνουν αργότερα τα λουκάνικα. Μετά καθάριζαν τα λοιπά σπλάχνα τα βράζανε και τα τακτοποιούσαν. Τέλος βγάζανε τα βασιλικά. Τα βασιλικά ήταν λίπος αρίστης ποιότητας, που έφερε το χοιρινό στα εσωτερικά πλευρά του. Αυτό το λίπος το χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές ελλείψει βουτύρου σε γλυκά κτλ. Εμείς τα παιδιά περιμέναμε να πάρουμε την φούσκα (ουροδόχη κύστη) την οποία την πασπαλίζαμε στην στάχτη, την φουσκώναμε και την κρεμάγαμε να ξεραθεί. Μερικές φορές βάζαμε και ένα σπυρί καλαμπόκι μέσα για κουδουνίζει και συνήθως την χρησιμοποιούσαμε για τόπι στο ποδόσφαιρο. Την άλλη ημέρα που είχε παγώσει το χοιρινό το φερτσάζανε (ξεπετσιάζανε). Το φέρτσασμα ξεκίναγε από τη ουρά του, ραχοκοκαλιά, προς το κεφάλι. Όπως ήταν κρεμασμένο το χοιρινό, χάραζαν κατά μήκος με ένα μαχαίρι λουρίδες πλάτους δεκαπέντε εκατοστών περίπου και τις αποσπούσαν από το χοιρινό. Οι λουρίδες αυτές στο εσωτερικό τους είχαν ένα στρώμα λίπους πέντε πόντων περίπου. Αφαιρούσαν το λίπος και το υπόλοιπο που έμενε ήταν η λεγόμενη πέτσα την οποία εσωτερικά την χάραζαν, την αλάτιζαν με πολύ χοντρό αλάτι την έκαναν ρολό και την έβαζαν στην κοφίνα να σιτέψει. Παλιά με αυτή την πέτσα φτιάχνανε τα γουρουνοτσάρουχα. Το λίπος το έδιναν στις νοικοκυρές να το βράσουν και να βγάλουν την λίγδα. Τα απομεινάρια που μένανε από το λιώσιμο της λίγδας ήταν οι λεγόμενες τσιγαρίδες. Στην συνέχεα τεμαχίζανε το χοιρινό σε μεγάλα κομμάτια. Μερικά κομμάτια τα ξεκοκάλιζαν, άλλα όμως όχι, τα αλάτιζαν και τα έβαζαν στις κοφίνες για μια βδομάδα περίπου, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αερίζονται για μην βρωμήσουν και να στραγγίσουν τα υγρά τους και σιγά σιγά να σιτέψουν. Τα κόκκαλα δεν τα πέταγαν αλλά τα αλάτιζαν και αυτά και τα κράταγαν για μαγείρεμα. Τα έφτιαχναν με λαχανίδες ή άγρια χόρτα και μοσχοβολούσε το σπίτι. Η δε νοστιμιά τους δεν περιγράφεται. Επίσης τα μαγείρευαν με ξινοτράχανο ή χυλοπίτες.
Την παραμονή των Χριστουγέννων εμείς τα παιδιά πρωί πρωί γυρίζαμε τα σπίτια και λέγαμε τα κάλαντα. Οι νοικοκυρές μας φίλευαν μελομακάρονα, καρύδια, κανά μήλο ή πορτοκάλι και σύκα τσαπέλας ή σταφίδα, που είχαν φέρει από την Μεσσηνία που είχαν πάει για δούλεψη για το λάδι της χρονιάς. Παίρναμε και κανά πενηνταράκι από κάποιο δάσκαλο ή άλλο δημόσιο υπάλληλο, δηλαδή κανά δεκάρικο το μαζεύαμε. Μην ξεχνάμε ήμασταν και καμιά εκατοστή παιδιά και βάλε, σε ποιον να πρωτοδόσουν.
Τα βράδια που καθόμασταν γύρω από το τζάκι τον χειμώνα και οι νύχτες ήταν ατέλειωτες και σκοτεινές, για να περάσουμε την ώρα μας, λέγαμε ιστορίες ή παίζαμε διάφορα παιχνίδια, όπως για παράδειγμα, το παιχνίδι ‘’ξέρω μια γυναίκα’’. Ξέρω μία γυναίκα που έχει εφτά παιδιά, δύο αγόρια και πέντε κορίτσια, ποια είναι; Και ψάχναμε να την βρούμε. Βέβαια εξυπακούεται ότι η γυναίκα αυτή θα έπρεπε να ζει στο χωριό. Τις ημέρες όμως των Χριστουγέννων όλες οι ιστορίες περιορίζονταν μόνο γύρω από τους καλικάντζαρους. Τέτοιες ιστορίες για τους καλικάντζαρους από τους παλιούς υπάρχουν πολλές. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες δοξασίες του τόπου μας τα καλικαντζάρια, τα λέγαμε και έτσι, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Η λαϊκή παράδοση λέει ότι οι καλικάντζαροι ζούνε στα έγκατα της γης, έχουν ανθρωπόμορφο πρόσωπο με γαϊδουρίσια πόδια, είναι άσχημοι, κακομούτσουνοι και κουτσαίνουν. Όλο τον χρόνο πριονίζουν το δέντρο της γης που την στηρίζει. Το βράδυ όμως της παραμονής των Χριστουγέννων κουτσαίνοντας ανεβαίνουν απάνω στην γη και μπαίνουν τα βράδια κρυφά μέσα στα σπίτια και ανακατώνουν τα πράγματα, αναποδογυρίζουν τηγάνια, σκορπάνε τα αλεύρια, μαγαρίζουν τα φαγητά, τρώνε τα γλυκά και κάνουνε του κόσμου τις ζημιές. Τους αρέσει να πειράζουν τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τις γυναίκες. Επίσης πίστευαν ότι έχουν και την ικανότητα να επηρεάζουν την διάθεση τόσο των ανθρώπων όσο και ζώων. Βέβαια αυτά ήταν εσφαλμένες αντιλήψεις. Αν τύχαινε κάποιος να έχει έγνοιες στο διάστημα Χριστουγέννων - φώτων που τον βασάνιζαν και η διάθεση του είχε αλλάξει, ή ήταν λίγο αδιάθετος, αυτό το απέδιδαν στους καλικάντζαρους, ότι δηλαδή ήταν καλικαντζαροπαρμένος ή όταν τα ζώα, λόγω της βαρυχειμωνιάς μένανε για μέρες σταβλισμένα, όταν τα έβγαζαν έξω να ξεχλιάνουν για λίγο, ένεκα της κλεισούρας συμπεριφέρονταν κάπως αλλόκοτα. Αυτή την αλλαγή την απέδιδαν τους καλικάντζαρους, ότι δηλαδή τα είχαν δαιμονίσει, ενώ αν συνέβαιναν αυτά εκτός του 12ήμερου των εορτών δεν θα έδιναν σημασία. Οι καλικάντζαροι φεύγανε την ημέρα της καθαγιάσεως των υδάτων για να μην τους αγιάσει ο παπάς τραγουδώντας: Πάμετε να φύγουμε γιατί έρχεται ο τρελόπαπας με την αγιαστούρα του και με την μαγκούρα του, να μας αγιάσει τον κώλο μας τον κωλαρέτζο μας και χώνονταν πάλι στα έγκατα της γης. Εν τω μεταξύ ο κορμός του δέντρου στο μεσοδιάστημα που έλειπαν, είχε θρέψει και έτσι άρχιζαν πάλι από την αρχή.
Ο φόβος για τους καλικάντζαρους υπαγόρευε στους κατοίκους του χωριού να πάρουν ορισμένα μέτρα, ώστε να προφυλαχτούν και να απομακρύνουν αυτά τα κακά τέρατα. Άφηναν την φωτιά αναμμένη για να μην μπορούν την νύχτα να κατέβουν από την καπνοδόχο. Ασφάλιζαν πόρτες και παράθυρα. Λιβάνιζαν το σπίτι και το κατώι για μην μπουν και τους αφιονίσουν ή δαιμονίσουν τα ζώα κτλ. Σύμφωνα με την αφήγηση Ασεάτη δάσκαλου, χρησιμοποιούσαν και ένα αγκάθι για να διώξουν τα καλικαντζάρια γιατί τα αγκάθια τα φοβόντουσαν. Το αγκάθι αυτό φυτρώνει σε ορισμένα χωράφια του τόπου μας και ιδιαίτερα στους όχθους του ρέματος του Γελατζή. Έχει φύλλα πολύ αγκαθωτά, πριονωτά και το λένε κολλάγκαθο, γιατί τα φύλλα του περιέχουν κολλώδη ουσία. Αυτό το αγκάθι τις ημέρες των εορτών των Χριστουγέννων το μετονόμαζαν χαμολιό. Δεν γνωρίζει γιατί του άλλαζαν όνομα. Το χαμολιό τις ημέρες αυτές το μαζεύανε και τραγουδώντας κάλκα εδώ, κάλκα εκεί, κάλκα και στο δεντρό όπου μυρίζει χαμολιό να χαθεί τέτοιο χωριό, κάπως έτσι το μισό θυμάται και όχι όλο, χωρίς να είναι σίγουρος. Ίσως κατ’εμέ, ο τελευταίος στίχος να ήταν: ‘’όποιος μυρίζει χαμολιό να χαθεί από το χωριό’’ και το βάζανε στις πόρτες των σπιτιών ή το κρεμάγανε στο τζάκι για να αποτρέψουν τους καλικάντζαρους να μπούνε μέσα. Επίσης μου αφηγήθηκε και τις κάτωθι ιστορίες. Ένας Ασεάτης, μάλλον ο πατέρας του γέρο Μπίμπα, ανέβαινε από του Γκίνη στο χωριό. Όταν έφθασε στον δημόσιο δρόμο, λίγο πιο κάτω από το προσκυνητάρι της Παναγίας, είδε να βόσκει εκεί ένας μικροκαμωμένος γάιδαρος. Ο δρόμος τότε ήταν χωμάτινος και χορτάριαζε. Κουρασμένος όπως ήταν, γιατί όλη την ημέρα ξεγένναγε προβατίνες στο μαντρί, λέει δεν τον καβαλάω να με πάει στο χωριό; Μάλιστα ήταν τόσο κοντός ο γάιδαρος που όταν τον καβάλησε τα πόδια του τα μάζευε για να μην σούρνονται στο έδαφος. Όταν φθάσανε στα πρώτα σπίτια του χωριού εκεί στα Κλατζαραίικα, ο γάιδαρος δια μαγείας εξαφανίστηκε και ο καβαλάρης έμεινε σύξυλος με τα σκέλη ανοιχτά. Τότε συνειδητοποίησε ότι ο γάιδαρος που τον καβάλησε ήταν καλικάντζαρος, αλλά τότε ήταν αργά, γιατί ο καλικάντζαρος του είχε κουνήσει τας φρένας και τον είχε αποχαυνώσει. Πέρασε ένας μήνας περίπου να συνέλθει, αφού του κάνανε πρώτα του κόσμου τα γιατροσόφια. Μια άλλη φορά στον μύλο του Αρέκου (υπαρκτός μύλος στο ποτάμι), ένα πρωινό ο μυλωνάς, τράβηξε θράκα από τον φουρνόλακα του τζακιού με την μασιά και έριξε επάνω της μια μπριζόλα να την ψήσει. Εκεί που την έψηνε από το πουθενά, εμφανίζεται ένας καλικάντζαρος. Κάθεται δίπλα του αμίλητος και πετάει και αυτός στα κάρβουνα να ψήσει ένα βάτραχο, γιατί αυτοί τέτοια τρώγανε, βατράχια, φίδια, ποντίκια, σαύρες κτλ. Η παράδοση έλεγε ότι για να μην πάθεις κακό δεν πρέπει να πειράξεις καλικάντζαρο, αν δεν σου δώσει αφορμή. Κάποια στιγμή ο καλικάντζαρος καθώς προσπαθούσε να γυρίσει τον βάτραχο να ψηθεί και από την άλλη πλευρά, και απρόσεχτοι και άταχτοι όπως ήταν, ο βάτραχος ακούμπησε στην μπριζόλα του μυλωνά και του την μαγάρισε, οπότε θυμωμένος ο μυλωνάς αρπάζει ένα αναμμένο δαυλί να τον χτυπήσει, αλλά δεν πρόλαβε εξαφανίστηκε, γιατί την φωτιά την τρέμανε.
Αυτά όλα δείχνουν ότι οι άνθρωποι εκείνης της εποχής ήταν πολύ επηρεασμένοι από την ‘’ύπαρξη’’ των καλικάντζαρων και πλάθανε διάφορες ιστορίες. Οι ιστορίες αυτές είχαν επηρεάσει και πολλούς συγγραφείς και ποιητές, οι οποίοι σε ορισμένα κείμενά τους αναφέρονται στους καλικάντζαρους. Ακόμη και ο Γκάτσος, σε ένα στίχο στο ποίημα του Αμοργός γράφει: ‘’Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα’’. Τέτοιες δοξασίες, μύθοι και παραδόσεις με διάφορες παραλλαγές υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα και σχεδόν σε όλο τον κόσμο.
Θυμάμαι όταν ήμουν ακόμη πιο μικρός ο πατέρας μου για να μας πείσει ότι πράγματι υπάρχουν καλικάντζαροι, το βράδυ που κοιμόμασταν έπαιρνε εμένα που ήμουν ο πιο μικρός και κοιμισμένος όπως ήμουνα μου πάταγε μέρη του ποδιού μου, φτέρνα, δάχτυλα, αλλά και ολόκληρο το πέλμα επάνω στην στάχτη του τζακιού, την οποία προηγουμένως την είχε στρώσει καταλλήλως, αφήνοντας τα αχνάρια του ποδιού πάνω στην στάχτη. Στην συνέχεια έριχνε λίγο νερό επάνω στη στάχτη, σαν κάποιος να έχει ουρήσει, έλιωνε και μια σάπια πατάτα, η οποία βρωμάει απαίσια, και την μισό έχωνε στην στάχτη. Την άλλη ημέρα πρωί πρωί μας ξύπναγε λέγοντας «Ελάτε, ελάτε να δείτε! Πω! Πω! Μπήκανε καλικάντζαροι στο σπίτι από το τζάκι. Να! Εδώ είναι οι πατημασιές τους. Να! Αυτός εδώ ήταν κουτσός. Κοίτα τα αναθεματισμένα εδώ κατούρησαν και εδώ να τα πάρει και να τα σηκώσει, τα κάνανε κιόλας» κι εμείς το χάβαμε.
Μια άλλη φορά είχα επιστρέψει στο χωριό από την Τρίπολη που πήγαινα στο γυμνάσιο, λόγω διακοπών των Χριστουγέννων. Το βράδυ εκεί που καθόμασταν στο τζάκι γύρω στις οκτώ η ώρα μου λέει ο πατέρας μου που ήτανε παπάς, «πετάξου στην εκκλησία να μου φέρεις το φελόνιο να το σιδερώσουμε να βγάλουμε κάτι κεριά που έχουν στάξει επάνω. Ανέβα και στον γυναικωνίτη και φέρε και μερικά κάρβουνα». Τα κάρβουνα τα είχαν για να ανάβουν το μαγκάλι. Στα σπίτια όμως τα χρησιμοποιούσαν στο σίδερο σιδερώματος, γιατί ρεύμα δεν υπήρχε. Ξεκίνησα κι εγώ με βαριά καρδιά να πάω στην εκκλησία. Τα διάφορα άμφια φυλάσσονταν στο ιερό μέσα σε ένα σιδερένιο μπαούλο για να μην τα τρώνε τα ποντίκια. Το μπαούλο το είχε φέρει ο Σπετσερόπουλος από το Κάιρο γεμάτο ιερατικά βιβλία, άμφια και άλλα άγια σκεύη. Παίρνω το φελόνιο και κατευθύνομαι προς το πατάρι να πάρω τα κάρβουνα. Όταν ανεβαίνω επάνω μέσα στο ημίφως από τα αναμμένα καντήλια που τρεμοσβήνανε, βλέπω στο βάθος αμυδρά μια φιγούρα να πετάγεται επάνω. Αμάν λέω καλικάντζαρος είναι, γιατί οι καλικάντζαροι πηγαίνανε στις εκκλησιές και κλέβανε το λάδι. Πριν λοιπόν προλάβει να με λούσει κρύος ιδρώτας, δίνω ένα σάλτο κρεμιέμαι από τα κάγκελα του γυναικωνίτη και βρίσκομαι στο δάπεδο της εκκλησίας και γίνουμε μπουχός. Πάω σπίτι και εκεί μαθαίνω ότι κάποιος αρχιμανδρίτης είχε επισκεφθεί το χωριό και ήθελε για τους δικούς του λόγους, να μονάσει στην εκκλησία για καμιά βδομάδα. Ο πατέρας μου όμως ξέχασε να με ενημερώσει και έγινε ό,τι έγινε. Στην πραγματικότητα όμως ο άνθρωπος αυτός, ήταν όντος αρχιμανδρίτης, αλλά ταυτόχρονα και απατεώνας, ο οποίος αφού γύρισε όλα τα ξωκλήσια και δεν βρήκε κάτι το αξιόλογο να κλέψει, αρκέστηκε να βουτήξει ότι πιο πολύτιμο παλιό φυλασσόταν στον Άγιο Νικόλα. Παλαιά ιερατικά βιβλία, ασημένια εκκλησιαστικά σκεύη που είχαν φέρει οι Σπετσεροπουλαίοι κτλ. Μετά μία δεκαετία τον συνέλαβαν κάπου στην Αχαΐα για ιεροσυλία και αρχαιοκαπηλία και τον καθαίρεσαν. Τα αντικείμενα βέβαια είχαν βγάλει φτερά.
Ανήμερα τα Χριστούγεννα όλο το χωριό πήγαινε να εκκλησιαστεί. Η καμπάνα χτύπαγε πρωί τρεις η ώρα περίπου και η απόλυσης εγένετο πριν ανατείλει ο ήλιος της δικαιοσύνης, όπως αναφέρει και το απολυτίκιο της ημέρας. Όταν πηγαίναμε στο σπίτι, μας περίμενε πλούσιο φαγοπότι. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με σαλάτες από λάχανο, τυριά, μπριζόλες στα κάρβουνα, χωρίς σχάρα και το κυρίως γεύμα χοιρινό με σέλινο αυγοκομμένο. Κόβαμε το χριστόψωμο και ξεκινάγαμε.
Εμείς τα παιδιά στο μεσοδιάστημα Χριστουγέννων - Φώτων, που είχαμε σχόλη, παίζαμε όλη την ημέρα βόλους ή με μια τράπουλα τριανταένα μέσα στο γκαράζ του Μπότη. Το γκαράζ του Μπότη, ήταν στην πλατεία στον κήπο του Τσουκομιχάλη (Τσούτσουβα), ακριβώς απέναντι από το κάτω πηγάδι φτιαγμένο με φύλλα από τσίγκους. Ο Μπότης με το λεωφορείο εκτελούσε δρομολόγια Ασέα Τρίπολη. Το λεωφορείο έφευγε γύρω στις επτά το πρωί και γύριζε το απογευματάκι και διανυκτέρευε στο χωριό. Όλη την ημέρα λοιπόν με κρύο ή βροχή εμείς απαγκιάζαμε μέσα στο γκαράζ και πήγαινε το παιχνίδι σύννεφο. Αργότερα το γκαράζ μεταφέρθηκε στον κήπο του Πουλόχρηστα απέναντι και λίγο πιο πάνω από το πάνω πηγάδι της πλατείας, γιατί ήρθε ο μπρούκλης από την Αμερική, αδελφός του Τσουκομιχάλη και ήθελε να αξιοποιήσει τον κήπο. Τα τελευταία χρόνια όμως, πριν τελειώσουμε το δημοτικό το κλείδωνε γιατί χάνονταν τα εργαλεία που είχε μέσα και έτσι ήμασταν αναγκασμένοι να βρούμε άλλο μέρος να παίξουμε χαρτιά. Μη ξεχνάμε υπήρχε και η αστυνομία και μας κυνήγαγε. Είχαμε ανακαλύψει μια πατουλιά από πουρνάρια στο νότιο μέρος του Σπετσεροπούλειου άλσους, εκεί στην γκρεμίλα της μπελετζίκας. Εκεί τώρα ξημεροβραδιάζαμε και παίζαμε τριανταένα τα χρήματα που είχαμε μαζέψει από τα κάλαντα δεκάρα - δεκάρα, πεντάρα - πεντάρα. Ούτε κρύο μας άγγιζε, ούτε βροχή μας περόνιαζε, ούτε τα πόδια μας πονάγανε, παρότι καθόμασταν στα σκέλη όπως όταν αποπατούμε (βαθύ κάθισμα με όρους γυμναστικής), γιατί ο τόπος ήταν βρεγμένος και από τις πατημασιές λασπωμένος. Εκεί παίζαμε με τις ώρες και κανείς δεν ενδιαφερόταν να μάθει που είμαστε, τι κάνουμε, αν φάγαμε, αν πάθαμε κάτι κτλ. Μόνο αν μας ήθελαν για καμιά δουλειά τότε μας δοκιόντουσαν (αναζητούσαν) και έβγαινε η μάνα μας αγνάντια και μας φώναζε. Γκρεμοτσακίσου κι έλα στο σπίτι. Έλα εδώ και θα σε σιάξω εγώ. Τώρα να ‘ρθει ο πατέρας σου ρε γαϊδούρι και θα δεις κτλ.
Τις ημέρες που μεσολαβούσαν μεταξύ Χριστουγέννων και πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές συνέχιζαν να ασχολούνται με το χοιρινό κρέας. Πάστωναν τα συκωτοπνεύμονα του χοιρινού, γέμιζαν τα λουκάνικα και έφτιαχναν και την πηχτή (πατσά). Την πηχτή την φτιάχνανε από την κεφαλή και από τα πόδια του χοιρινού που ήταν κάτω από το γόνατο. Τα ξύνανε να φύγουν οι τρίχες, τα καθαρίζανε καλά, τα τεμαχίζανε, τα αλάτιζαν, τα πιπέρωναν και λίγο και τα έβαζαν να βράσουν. Όταν βράζανε καλά, άφηναν λίγο να κρυώσει ο ζωμός και πρόσθεταν μέσα λιωμένο σκόρδο και ξίδι, τόσο που όταν τα γεύεσαι να τα αισθάνεσαι αρκετά έντονα. Αυτό ήταν και το μυστικό της πηχτής. Μετά έβαζαν κομματάκια κρέας από όλα τα μέρη του χοιρινού που είχαν βράσει στα σαγάνια και τα σκέπαζαν με τον ζωμό. Το μείγμα αυτό όταν κρύωνε, πάγωνε λόγω του ζελέ που είχαν τα κόκκαλα και γινόταν στερεό. Στην επιφάνεια του κόρφιαζε το λίπος το οποίο δούλευε σαν συντηρητικό και έτσι η πηχτή μπορούσε να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα γιατί ψυγεία δεν υπήρχαν. Όμως εδώ ίσχυε η λαϊκή παροιμία ‘’του πτωχού το αρνί δεν γίνεται κριάρι’’. Δεν προλάβαινε να μείνει για καιρό, γιατί την τρώγαμε.
Την παραμονή ή την προπαραμονή της πρωτοχρονιάς οι νοικοκυραίοι φτιάχνανε το παστό. Παίρνανε το σιτεμένο κρέας, το κομμάτιαζαν και το έβαζαν στα καζάνια με λίγο νερό να βράσει. Όταν ελαττωνόταν το νερό, το ταΐζανε συνέχεια με κρασί, πρόσθεταν και τα απαραίτητα μπαχαρικά, θυμάρι, μπαχάρι, θρούμπι, διάφορα πιπέρια, έριχναν και μερικά πορτοκάλια ολόκληρα και το άφηναν να βράσει μέσα στο κρασί καλά. Όταν έβραζε το περνάγανε κομμάτι κομμάτι για μερικά δευτερόλεπτα από καυτή λίγδα για να τσιγαριστεί και να πάρει χρώμα και μετά το σακιάζανε στις λαήνες, βάζοντας πάλι κομμάτια από όλα τα μέρη του χοιρινού, συν λουκάνικα και τέλος μετά γέμιζαν τις λαήνες με λίπος. Το χοιρινό στις λαήνες διατηρείτο για πολλούς μήνες μέχρι και τον Αλωνάρη ακόμη. Το κύριο φαγητό τον αλωνάρη ήταν καγιενάς. (καγιανάς)
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς γυρίζαμε και λέγαμε τα κάλαντα μπας και μαζέψουμε και καμιά άλλη δεκάρα, αλλά λέγαμε κάπως διαφορετικά κάλαντα. Σχεδόν όλα τα παιδιά πηγαίναμε και τα λέγαμε στους Δημοπουλαίους (μπουκαίους). Ο Μπαρμπαγιώργης μας έβαζε με την σειρά κοντά στο δέντρο να τα πούμε και ήταν ο μόνος σε όλο το χωριό που στόλιζε Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν άγνωστο σε όλο το χωριό. Δεν μας έδινε χρήματα, αλλά μια χαρτοσακούλα χρωματιστή με ωραίες Χριστουγεννιάτικες παραστάσεις, γεμάτη παιχνίδια, βιβλία με παραμύθια ή άθλους του Ηρακλή και πολλά γλυκίσματα.
Την πρωτοχρονιά, του Αγίου Βασιλείου, μετά την θεία λειτουργία που ερχόμασταν στο σπίτι πριν ξεκινήσει το φαγοπότι, κόβαμε την βασιλόπιτα. Πριν όμως την κόψουμε την κυλάγαμε στο δάπεδο του σπιτιού, όπως κυλάμε ένα τροχό, και κάναμε το σχήμα του σταυρού. Δεν γνωρίζω τι συμβόλιζε αυτό το έθιμο, ίσως να κυλίσει το ίδιο καλά και η χρονιά μας. Η βασιλόπιτα περιείχε μέσα εκτός κάποιου νομίσματος, που το βαπτίζαμε φλουρί, ένα κομματάκι από άχυρο, κλήμα, σβόλο τυριού και ένα άλλο κομματάκι που δεν θυμάμαι τι ήταν. Σε όποιον έπεφτε το άχυρο θα γινόταν γεωργός, σε όποιον το κλήμα αμπελουργός και οινοποιός, σε όποιον το τυρί τσοπάνης, σε όποιον το κομματάκι που δεν θυμάμαι γραμματιζούμενος (σοφός) και τέλος σε όποιον έπεφτε το φλουρί πλούσιος. Αυτό το θυμάμαι πολύ μικρός γιατί αργότερα η μάνα μας μάλλον δεν το έκανε. Μια Ασεάτισα περασμένης τρίτης ηλικίας που ρώτησα με πληροφόρησε ότι θυμάται ότι βάζανε ένα άχυρο, ένα κόμπο κλήματος, ένα μικρό καρυδάκι ή τσοφλι και το νόμισμα και δεν θυμάται να βάζανε και κομματάκι τυρί. Ίσως αυτό που δεν θυμάμαι εγώ να ήταν το τσόφλι καρυδιού, γιατί αν το καλοσκεφθείς το καρύδι καθαρισμένο έχει το σχήμα του μυαλού. Από ό,τι φαίνεται όμως, όλες οι νοικοκυρές δεν βάζανε τα ίδια αντικείμενα στην πίτα, γιατί η κυρά Γριαμαριγούλα του Σιαμπάνη, έλεγε για την κόρη της την Ματίνα που είχε γίνει μοδίστρα: ‘’Της Ματίνας μου της λάχαινε στο κλήρο της βασιλόπιτας κάθε χρόνο η κλωστή με το κουμπί. Ήτανε φαίνεται γραφτό από τον Άγιο, μεγάλη η χάρη του, η τσούπα μου να γίνει μοδίστρα’’. Η βασιλόπιτα μην νομίζετε ότι ήταν σαν τις σημερινές. Κάτι σαν ψωμί ήταν άσπρο, γιατί την φτιάχνανε από καθαρό αλεύρι σιταριού, ενώ για το ψωμί χρησιμοποιούσαν κυρίως ανακατεμένο αλεύρι σιταριού και κριθαριού για να φτουρήσει επειδή δεν υπήρχε πολύ σιτάρι. Το μίγμα αυτό το λέγανε σμιγάδι. Άντε να είχε μέσα καμιά σταφίδα ή κανά κομμάτι ξηραμένου σύκου, λίγο σουσάμι και μερικές παραστάσεις ανάγλυφες από προζύμι αλειμμένες με κρόκο αυγού στο επάνω μέρος. Αυτό ήταν όλο.
Στο μεσοδιάστημα Πρωτοχρονιάς Φώτων φτιάχνανε το σαπούνι. Όλα τα μη βρώσιμα μέρη του ζώου συμπεριλαμβανομένων και των κόκκαλων που έμεναν από το μαγείρεμα, τα έβαζαν στο καζάνι, τους έριχναν μέσα καυστική ποτάσα και τα έβραζαν. Η ποτάσα με την βράση τα πολτοποιούσε και γινόταν ένα πράγμα σαν λάσπη. Όταν πάγωνε αυτό το μείγμα το σαπούνι έβγαινε στην επιφάνεια και πάγωνε. Μετά το έκοβαν σε κομμάτια και το χρησιμοποιούσαν σε οτιδήποτε θέλανε να πλύνουνε. Με αυτά τα σαπούνια πλενόμασταν και οι ίδιοι. Από το χοιρινό τίποτα δεν πεταγόταν. Όλα τα μέρη του χοιρινού βρώσιμα ή μη, ήταν χρήσιμα για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό.
Το δωδεκαήμερο τελείωνε με τον εορτασμό των Φώτων. Την παραμονή στις πέντε του Γενάρη, ο παπάς γύριζε τα σπίτια του χωριού και τα άγιαζε. Εμείς τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι με ένα κουβά στο ένα χέρι που είχε αγιασμό και ένα ματσάκι ρίγανη στο άλλο, παίρναμε αμπάριζα όλα τα σπαρμένα χωράφια, έβρεχε χιόνιζε, να τα αγιάσουμε για να καρπίσουν. Επίσης αγιάζαμε τα κτήματα με τα καρποφόρα δέντρα, τα πηγάδια, τα καλύβια τα ζώα, τα γεωργικά εργαλεία κτλ. Επειδή τα χωράφια δεν ήταν μαζεμένα και ήταν και μακριά από το χωριό, όλη την ημέρα γυρίζαμε από χωράφι σε χωράφι και πολλές φορές τρέχοντας για να προλάβουμε. Όταν γυρίζαμε αργά το βράδυ στο σπίτι κατάκοποι, η πρώτη κουβέντα που μας έλεγαν μάνα ή πατέρας ήταν: Τα άγιασες όλα; Και αν έλεγες δεν πρόλαβα τα άκουγες κιόλας. Τέλος μετά τα Θεοφάνια, η καλοπέραση και η ξεκούραση τελείωνε και η ρουτίνα της καθημερινότητας ξανάρχιζε.
Κλείνοντας θέλω να τονίσω ότι εμείς οι ηλικιωμένοι ‘’νέοι’’ που γεννηθήκαμε σε χωριά την δεκαετία του ’50 και μετέπειτα και περάσαμε εκεί τα παιδικά μας χρόνια, τα θυμόμαστε όλα αυτά με νοσταλγία και η αναπόληση τους μας χαροποιεί και μας γεμίζει συγκίνηση. Όταν περπατάς στην Τρίτη ηλικία, κοιτάζοντας πίσω, η ζωή σου φαίνεται ότι ήταν μια δρασκελιά και απορείς πως πέρασαν τόσο γρήγορα τα χρόνια. Εκείνο όμως που κρατάς έντονα μέσα σου γιατί ανεξίτηλα έχει χαραχθεί στην μνήμη σου είναι τα παιδικά σου χρόνια, όπως και να ‘ταν αυτά. Αυτά τα βιώματα της παιδικής ηλικίας είναι ασυγκρίτως εντονότερα από όλα τα άλλα που έχουμε ζήσει κατά την διάρκεια του βίου μας. Μας ακολουθούν παντού, λες και είναι η σκιά μας. Ζουν στο παρόν και είναι πάντα ζωντανά. Ίσως να μην έχουν άδικο αυτοί που υποστηρίζουν ότι όλη η ζωή είναι τα παιδικά μας χρόνια. Ένα κομμάτι αυτής της ζωής μας από τον τόπο μας, σας περιέγραψα και εγώ.
Καλές Γιορτές
Πηγή: https://www.facebook.com/groups/9965128241 από την σελίδα του Facebook της Ασέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου