Δευτέρα 12 Ιουνίου 2023

Ντοπιολαλιές Νο 3 - Το γράμμα "Γ"

 


Συνεχίζουμε την παρουσίαση της καταγραφής και εξαίρετης δουλειάς του συμπατριώτη μας Βασίλη Αποστολόπουλου με καταγωγή απ' το Μάναρη

Γ

ΛΕΞΕΙΣ

Γ(ου)ρούνι: χοίρος θηλαστικό αδηφάγο και πολύ γόνιμο (γεννά συνήθως δύο φορές το χρόνο, από 5-20 μικρά κάθε φορά) που εκτρέφεται κυρίως για το κρέας του και τα προϊόντα του (λουκάνικα, παστό, πηχτή). Κάθε σπίτι στο χωριό είχε ένα γουρούνι. Το οικόσιτο γουρούνι είναι το εξημερωμένο αγριογούρουνο. Ο άνθρωπος που είναι βρώμικος, άξεστος, αγενής, κτηνώδης, λαίμαργος, τρώει άτσαλα, χοντρός.

Γαβάθα: βαθύ πιάτο.

Γαζέπι: άνθρωπος πονηρός, με πονηρές διαθέσεις, πανέξυπνος.

Γαζέτα: χάλκινο νόμισμα.

Γάζωή γανιάζω: μεγάλη λαχτάρα για τροφή ή νερό, στερούμαι.

Γαϊδουράγκαθο: θάμνος με αγκάθια.

Γαϊδούρι: θηλαστικό  το οποίο χρησιμοποιείται ως υποζύγιο,  άνθρωπος άξεστος, πεισματάρης, αγενής ή αγνώμων.

Γαϊδουριά: άσχημη συμπεριφορά.

Γαϊδουρογκούστερος: μεγάλη πράσινη γκουστέρα(=σαύρα).

Γαϊδουροσανίδα: ξύλινη κατασκευή για την μεταφορά οικοδομικών υλικών.

Γαϊτάνι: κορδόνι που στολίζει τις άκρες ρούχου, μανίκια, λαιμόκοψη, ποδόγυρο.

Γάλα της ταχινής: το φρέσκο γάλα που το άρμεξαν το πρωί  και το έφεραν αμέσως να πωληθεί ή να τυροκομηθεί, γάλα ημέρας.

Γάλα: θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους. Το μεγάλης θρεπτικής σημασίας υγρό που καταναλώνεται από τους ανθρώπους και  από το οποίο μετά από επεξεργασία χρησιμεύει για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων. Το γάλα συνήθως το αγόραζε ο έμπορος ο ονομαζόμενος μανάβης. Το γίδινο γάλα το χρησιμοποιούσαν για τις χυλοπίτες και τον τραχανά. Το πρόβειο για το πήξιμο του τυριού, της γιαούρτης. ΄Όσο γάλα έμενε το πουλούσαν σαν ξινόγαλα.

Γαλάδερφος: ομογάλακτος, ξένο βρέφος πού γαλουχείται από την ίδια τροφό με άλλο.

Γαλαζομηχανή:  ψεκαστική μηχανή του ώμου για ρεντίσματα με γαλαζόπετρα.

Γαλαζόπετρα: (θειϊκός χαλκός) θειοχαλκίνη χρησιμοποιείται ευρέως σε κήπους και μπαχτσέδες για την καταπολέμηση της ψώρας και άλλων ενοχλητικών μικροοργανισμών που προσβάλλουν τα φυτά.

Γαλάρηδες: (βλ.γκαστριάρηδες)

Γαλάρια: τα γεννημένα πρόβατα ή γίδια που κρατούν (έχουν) γάλα (μιτρίτσια) σε αντίθεση με τα στέρφα που δεν έχουν (στιάρπια), η γαλατερή, η θηλάζουσα.

Γαλάσκι: ασκί για μεταφορά γάλακτος

Γαλατερή ή Γαλοπέφτη ή Πληθερή : η εορτή της Αναλήψεως κατά την οποία οι κτηνοτρόφοι κάνουν αγιασμό, χαρίζουν ή χύνουν το γάλα και γλεντούν.

Γαλατσίδα: είδος αγρίου χόρτου.

Γαλαυτάκια: είδος αγρίων χόρτων.

Γαλί: η γαλοπούλα.

Γαλιάντρα: κορυδαλλός, φλύαρη γυναίκα.

Γαλίφης: ο κόλακας,

Γαλιφιά: η κολακεία προκειμένου να πετύχει κάτι, η μαλαγανιά.

Γαλίφω: πλανεύτρα.

Γαλόπιτα: γαλατόπιτα γλύκισμα με πολύ γάλα, ζάχαρη, σιμιγδάλι, βούτυρο, αβγά και με ή δίχως  φύλλο. Σαν κι αυτό δεν είχε ιδίως της συγχωρεμένης Ελένης Ρέβελα που ήταν για oscar.

Γαλοτύρι: παράγεται από πολύ λιπαρό πρόβειο γάλα (ορισμένοι βάζουν και λίγο κατσικίσιο). Το πολύ λιπαρό γάλα προέρχεται από το άρμεγμα στα τελειώματά του, δηλαδή 4-5 μήνες αφότου έχει γεννήσει το ζώο. Αν θεωρήσουμε ότι οι προβατίνες γεννάνε συνήθως το Μάρτιο, κατά τα τέλη Αυγούστου το άρμεγμα γίνεται ανά δύο μέρες, καθώς το γάλα του ζώου όσο πάει λιγοστεύει. Εκείνο είναι το λιπαρότερο γάλα. Το γαλοτύρι είναι τυροκομικό προϊόν που δεν κατατάσσεται ούτε στα τυριά ούτε στα γιαούρτια. Δεν χρειάζεται μαγιά.

Γάμος: (βλ. παντρειά).

Γαμπριάτικο: το κουστούμι του γαμπρού που φόραγε στον γάμο από μαύρο σκούρο ύφασμα το οποίο συνήθως ήταν και η νεκρική του φορεσιά.

Γάνα: βρωμιά ,γάνιασε, γανιασμένο.

Γανιασμένο: με μεταλλική γεύση

Γανίλα: το αγάνωτο σκεύος.

Γάνωμα: η επάλειψη των χάλκινων με καλάϊ.

Γανώνω: κάνω επάλειψη με κασσίτερο στα χάλκινα, λερώνω, καταστρέφω, ντροπιάζω.

Γανωτής ή γανωματής ή γανωτζής: (βλ. καλαϊτζής).

Γαρανιάζω: πάσχω από υπερβολική δίψα, αποξηραίνομαι.

Γαρδέλι: καρδερίνα

Γαρδούμπα: πλεγμένα έντερα, τα μπερδεμένα.

Γαρι(ου)φαλιά: εύοσμο καλλωπιστικό φυτό  με κόκκινα, λευκά ή ροζ άνθη.

Γαρί(ου)φαλο: το άνθος της γαριφαλιάς σε διάφορα χρώματα, λεπτό άρωμα και πολύ πυκνά πέταλα, μπαχαρικό που μοιάζει με μικρό καρφί κι έχει έντονη γεύση. Το γαρύφαλλο συμβολίζει την επιθυμία, το πάθος αλλά και τον ρομαντισμό.

Γαρίς: μήπως,  «μηγαρίς»

Γαρμπής: νοτιοδυτικός άνεμος ο επιλεγόμενος στο χωριό « κάτω αέρας».

Γαρούφω: (βλ. γαρυφαλλιά)

Γαρυφαλλιά: γυναικείο όνομα, το φυτό με τα ευωδιαστά λουλούδια.

Γάστρα : σιδερένιο θολωτό σκέπασμα του ταψιού που θερμαινόμενο συμβάλει στο ψήσιμο του επάνω μέρους του φαγητού,  σιδερένιο ή πήλινο βαθύ και πλατύ μαγειρικό σκεύος. Στη γάστρα ψήνονταν ψωμί, ορισμένα φαγητά και ολόκληρα αρνιά ή κατσίκια.

Γάτα: (βλ. κατσούλα), «γάτα με πέταλα».

Γατηλάω: γαργαλάω

Γάτος: το αρσενικό της γάτας, ο έξυπνος άνθρωπος. Σύνθετα αγριόγατος, βρωμόγατος

Γγίχτηκα: πειράχτηκα, ήρθα σε συμπλοκή.

Γδέρνω: βγάζω το δέρμα, εκμεταλλεύομαι κάποιον.

Γδικιέμαι: εκδικούμαι.

Γδικιωμός: η εκδίκηση.

Γδύμνια: η γύμνια του σώματος και της ψυχής.

Γδυμνός ή γδυτός: ο γυμνός.

Γδύνω-ουμαι: ξεγυμνώνω-ομαι

Γειά, γειά χαρά, γειά σου: οικείος χαιρετισμός, «γειά σου Γιάννη τι χαμπάρια, κουκιά σπέρνω», «γειά στα χέρια σου».

Γειαίνω: γιατρεύομαι, αποθεραπεύομαι, γίνομαι καλά.

Γειτονιά: ένα σύνολο από σπίτια που είναι να είναι κοντά το ένα με το άλλο. Στο χωριό η γειτονιά δεν ήταν απλά η γειτνίαση των σπιτιών, ήταν κάτι πολύ πιο σημαντικό ήταν το σμίξιμο, η αλληλοβοήθεια, η ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία  ιδίως μεταξύ των γυναικών. Βέβαια μερικές φορές η γειτνίαση έφερνε και προστριβές αλλά και αυτές ήταν μέσα στη συμβίωση των ανθρώπων.

Γελάω: εξαπατώ.

Γελέκι: η αμάνικη ζακέτα.

Γελοκοπάου: γελάω, είμαι χαρούμενος-η.

Γέννα: η γέννηση.

Γέννημα- τα: τα παραγόμενα δημητριακά κυρίως όμως τα σιτηρά.

Γεννητάτα: από την ώρα που γεννήθηκε.

Γεννιάστηκε: γέννησε πρώτη φορά, «γεννιάστηκε η κότα».

Γεννοβολάει: γεννάει συνέχεια λεγόταν για την πολύτεκνη γυναίκα και για τα θηλυκά ζώα που γεννούν πολλές φορές και πολλά (κουνέλα, γουρούνα κλπ).

Γεννοφάσκια: οι φασκιές μωρών, τα σπάργανα, τα πρώτα χρόνια.

Γεράκι: αρπαχτικό ημερόβιο πτηνό με γαμψά νύχια και ράμφος, μακριές φτερούγες και οξύτατη όραση. Σπάνια εμφανιζόταν στο χωριό και ένα είδος που το έλεγαν κουφογερακίνα.

Γερακίνα: το θηλυκό γεράκι

Γεράνιο: κυανό χρώμα.

Γεργαδώνω: πλαγιάζω, λυγίζω, μαραίνομαι, είμαι σε κατάσταση υπνηλίας.

Γέρεμα: ανάρρωση.

Γέρεψα: δυνάμωσα, συνήλθα.

Γέρνω: έχει και την έννοια του πέφτω να κοιμηθώ πρόχειρα, για λίγο.

Γέρο: πρώτο συνθετικό ονομάτων π.χ. γέρο Μήτσος

Γεροκόμι: περιποίηση γερόντων.

Γερομπαμπαλής: ο πολύ γέρος.

Γεροξεκούτης: παλιόγερος.

Γέρος: πολύ μεγάλος σε ηλικία, ηλικιωμένος και κατ΄ επέκταση ο  έμπειρος,  σοφός . Ο παππούς μου όταν κάποιος τον προσφωνούσε γερο- Βασίλη του απαντούσε γέρος να γένεις. Επίσης συνήθιζε να λέει «όποιος δεν ‘εχει γέρο ν΄ αγοράσει».

Γηρεύω: αναζητώ, για ζώα βρίσκομαι σε περίοδο οργασμού.

Γήτεμα: το μάγεμα, το γιατροσόφι.

Για(γ)ούρτι: το γιαούρτι “με πέτσα” είναι τροφή σε κρεμώδη κατάσταση που παράγεται από γάλα που έχει υποστεί ζύμωση ή αλλιώς πέτσωση.

Γιαβάς- γιαβάς: φράση που λεγόταν για κάτι που γινόταν σιγά- σιγά, βαθμιαία.

Γιαγκλίδικο: πικάντικο.

Γιάδεμα: γυναικείο μαντήλι, πού δένεται στο κεφάλι με ειδικό τρόπο.

Γιαέκα: περίμενε.

Γιαεκατέ: για σταθείτε.

Γιακάς: περιλαίμιο

Γιάκου: άκουσε, πρόσεξε.

Γιαούρτη: (βλ. γιαούρτι).

Γιαπί: οικοδομή

Γιαπράκια: οι ντολμάδες.

Γιατάκι: το καταφύγιο, το γρέκι (ιδέ λέξη), η φωλιά, το σπίτι.

Γιάτρα: κοίταξε.

Γιατρέσσα: (βλ. γιατρίνα)

Γιατριά: η ίαση.

Γιατρικό: το φάρμακο.

Γιατρίνα: η γυναίκα ιατρός.

Γιάτρισσα: προσωνύμιο της Παναγίας.

Γιατρός: ο άνδρας ιατρός.

Γιατροσόφια: τα φάρμακα κυρίως τα πρακτικά, μαντζούνια.

Γιαχνί: φαγητό με λαχανικά μαγειρεμένα με σάλτσα ντομάτα (και τσιγαριστό κρεμμύδι).

Γίδα: (βλ. κατσίκα)

Γιδάρηδες: αυτοί που βόσκουν γίδια.

Γίδι: το κατσίκι, ο άξεστος.

Γιδιά: ασκός από δέρμα γίδας, ειδικά επεξεργασμένο και κατασκευασμένο για μεταφορά υγρών, κυρίως μούστου. Θεωρείται ανθεκτικότερη της προβιάς.

Γιδίσιο: από γίδα μαλλί ή γάλα.

Γιδοβοσκός ή γιδάρης ή κατσικάς: ο βοσκός που έχει γίδες, κατσίκες.

Γιδοξούρι: εργαλείο για τον καθαρισμό των ζώων,  ξυρισμένος σαν γίδι, ο άξεστος.

Γιδότοποι: τόποι για τη βοσκή για τις αίγες , που είναι θαμνώδεις εκτάσεις και βρίσκονται στα βουνά.

Γιδοψάλιδο: μεγάλο ψαλίδι που χρησιμοποιείται για το κούρεμα των ζώων.

Γίλα: ζελατίνη (γέλη, τζέλ).

Γιλέκο: περιθωράκιο

Γινάτι: εκδίκηση, πείσμα

Γιο(ου)ρντάνι:  περιλαίμιο.

Γιόμα: το μεσημέρι.

Γιοματάρι: το φρέσκο κρασί.

Γιοματίζω: γευματίζω.

Γιοματινό: κάτι που γίνεται το μεσημέρι, π.χ., το γιοματινό φαγητό.

Γιομάτος: ο γεμάτος.

Γιόμι(ω)ση: γόμωση το παραγέμισμα ,το γέμισμα όπλου ή μηχανισμού με ποσότητα εκρηκτικών υλών, οι εκρηκτικές ύλες.

Γιομίζω: γεμίζω.

Γιοργάδα: καλπασμός ζώων.

Γιορντάνης: όνομα καστανόφαιου σκύλου.

Γιορντάνι:  περιδέραιο με νομίσματα.

Γιόρτια: οι ονομαστικές εορτές των ανδρών.

Γιορτόπιασμα: βρέφος πού συνελήφθη την παραμονή μιας γιορτής.

Γιουβάρλα: μια μεγάλη οδοντωτή σανίδα, που την έζευαν κυρίως σε γαϊδούρια, με την οποία πατούσαν τα στάχυα στο αλώνι ώστε ο καρπός να διαχωριστεί από τον κορμό του.

Γιούδας: ο Σατανάς, ο δύστροπος, ο αναποδιασμένος.

Γιούκος: σωρός κλινοσκεπασμάτων στοιβαγμένα πάνω από ένα μπαούλο.

Γιούργια: έφοδος.

Γιούρδα: (βλ. γιουρντί).

Γιουρντί  : γυναικείο εξωτερικό ρούχο, επανωφόρι,  που το φορούσαν πάνω από όλα, αχειρίδωτο (χωρίς μανίκια) και δεν κούμπωνε μαύρο από τραγόμαλλο με παρυφές ρελιασμένες με κόκκινη φάσα ή μπλε. Πίσω ακουμπούσε στη μέση και κάτω άνοιγε. Πίσω είχαν φούντες. Στην περιοχή της Τρίπολης φορούσαν και λευκά από προβατόμαλλο.΄

Γιουρούκι: ο αστοιχείωτος, ο απολίτιστος.

Γιουρούσι: επίθεση.

Γιοφύρι: γεφύρι.

Γιωργαλίτικο: γρήγορο άλογο.

Γκαβάδι: τυφλός.

Γκαβαλίνα: γκάβαλο, καβαλίνα (βλ. λέξεις).

Γκάβαλο: κόπρανο των άλογων.

Γκαβίζω: αλληθωρίζω.

Γκαβομάρα: τύφλωση.

Γκαβός: τυφλός.

Γκαβώνω: τυφλώνω.

Γκαζμάς: (βλ.κασμάς)

Γκάϊα: μαύρη σκύλα

Γκαλγκάτσια: αγριοκρέμμυδα.

Γκαλιουράει: όταν κάποιος χαζεύει και δεν κάνει την δουλειά του.

Γκανιάζω: (βλ. γκαργκανιάζω).

Γκάργγουλο: μικρό παιδί, νεοσσός.

Γκαργκανιάζω: διψάω πάρα πολύ.

Γκάρδιο: συσκευή για άντληση νερού από το πηγάδι.

Γκαρίζω: βγάζω αγριοφωνάρα σαν του γαϊδάρου.

Γκαρλαύτης: πού έχει μεγάλα αυτιά.

Γκασμάς: ( βλ.κασμάς), άνθρωπος μειωμένης εξυπνάδας, ηλίθιος, βλάκας, χαζός, στουρνάρι.

Γκαστριά: η εγκυμοσύνη.

Γκαστριάρηδες: οι προβαταραίοι που βόσκουν τις μπλιόρες (βλ. λέξη) προβατίνες ή γαλάριες.

Γκαστροχώρισμα: η ενέργεια κατά την οποία από τη μια ξεχωρίζουν το «στερφοκόπαδο» (κριάρια, ζυγούρια και προβατίνες που δεν ζευγάρωσαν) και από την άλλη  τα γκαστρωμένα τα οποία στη συνέχεια ξεχώριζαν σε πρώιμα (γκριάλια) και όψιμα (λισουάρια).

Γκαστρωμένη: η έγκυος.

Γκαστρώνω: αφήνω κάποια έγκυο, όταν κάποιος μας σπάει τα νεύρα για να ολοκληρώσει κάτι.

Γκατζόνια: καλικάντζαροι.

Γκεζεράω: περιφέρομαι άσκοπα.

Γκέκας: ράτσα σκύλου με μαύρο κι ανοιχτό καφέ κοντό τρίχωμα, ειδικευμένου στο κυνήγι.

Γκέκε: κατάλαβες;

Γκεμάλης: όνομα σκύλου (από τον Κεμάλ Ατατούρκ).

Γκέμια: τα χαλινάρια, χάμουρα (βλ. λέξη).

Γκέσα : γίδα που έχει μαύρες ή άσπρες γραμμές στο πρόσωπο της, ενώ το τρίχωμα στο σώμα της είναι άλλοτε μαύρο (γκέσα) και άλλοτε γκρίζο (κανούτα ή γκέσα-γκόρμπα)(βλ. λέξεις).

Γκεσέμι: τραγί ή κριάρι μουνουχισμένο και μεγαλόσωμο  επικεφαλής του κοπαδιού, φέρνει το μεγαλύτερο κουδούνι.

Γκεστάω: κουράζομαι, αποκάμνω,«γκέστησα να περιμένω».

Γκζιαρλάω-ίζω: ανακατεύω σκάβοντας, «γκζιαρλίζουν οι κότες το χώμα, την κοπριά» .

Γκζίτα: είδος αγρίου πτηνού, ασπροκώλης.

Γκιάου: εγγίζω, ακουμπάω προσεκτικά.

Γκίζα: γαλακτοκομικό υποπροϊόν, τελείως αποβουτυρωμένο, καμωμένο από τον ορό του τυριού.

Γκίνια: κακοτυχία, η συνεχής κακοτυχία στην χαρτοπαιξία..

Γκινοσός:ειδική πλάνη με ρύθμιση διάκενου σε πατούρες, γωνίες.

Γκιόσα: η κατσίκα με μαλλί άσπρο και μαύρο σε διαφορετικά τμήματα, γριά καλοθρεμμένη γίδα, ευτραφής γυναίκα, λέξη υβριστική για γυναίκες.

Γκιουλέκας: ο νταής, ο ψευτοπαλληκαράς.

Γκιούμι: η μεταλλική καρδάρα που έβαζαν το γάλα οι τσοπάνηδες, είδος μεταλλικού μπρικιού ή μεταλλικής κανάτας. Το πώμα του γκιουμιού των γαλατάδων στην Αθήνα , όπως το θυμάμαι όταν το γάλα μας το μοίραζαν με αυτό τον τρόπο πριν από τα μπουκάλια της ΕΒΓΑ,  χωρούσε μισή οκά και το χρησιμοποιούσαν αντί για σταθμά ζύγισης.

Γκισέμι: (βλ. γκεσέμι).

Γκιώνης: νυχτοπούλι είδος μικρής κουκουβάγιας με χαρακτηριστική φωνή.

Γκλάβα: κεφάλι, μυαλό, νοημοσύνη.

Γκλαμουτσίαζω: τρώγω, πίνω απότομα, λαίμαργα.

Γκλαφούνισμα: το αλύχτημα του σκύλου.

Γκλίτσα: ποιμενική μαγκούρα,  το μεγάλο εκείνο ραβδί, μπαστούνι, το γυριστό, με το οποίο έπιαναν τα γίδια από το λαιμό. Είχαν και μια μικρότερη, το γκλιτσόραβδο  για να ακουμπούν.

Γκλιτσάκι: μικρή γκλίτσα που έφτειαχναν για τα τσοπανόπουλα.

Γκλιτσόραβδο: γκλίτσα που την χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνηδες για να ακουμπούν.

Γκόγκες: είναι παραδοσιακό ζυμαρικό που φτειάχνετέ στις Αποκριές.

Γκόμενα: η κοπέλα, η φιλεναδίτσα.

Γκομπλίτσα: ξύλινο δοχείο αποθήκευσης γαλότυρου.

Γκορ(ι)τσιά: άγρια αχλαδιά.

Γκόρμπα: ολόμαυρη γίδα.

Γκόρτσο: ο καρπός της αγριαχλαδιάς

Γκορτσολογάω: περνάω την ώρα μου άσκοπα.

Γκουβούνα: ανθρώπινα κόπρανα.

Γκουβούνης: βρώμικος, χοντροκομμένος, τεμπέλης.

Γκουζούλα(ι): καρούμπαλο.

Γκουλγγάτσια: αγριοκρέμμυδα.

Γκούλης: χαδιάρης, παιχνιδιάρης.

Γκουμπλίτσα: ξύλινο δοχείο συλλογής γάλακτος.

Γκουργκουλιάνα:  πάρα πολύ ώριμη ντομάτα.

Γκουσγκούνης -α -ικο και ρ. γκουσγκουνίζω και γκουσγκουνάω:  αύτος που κουνίεται χωρίς αποτελεσματικότητα, χωρίς να παράγει έργο- κινίεμαι χωρίς να παράγω έργο, χαζολογαώ, μαργανίζω .

Γκούσια : το στομάχι της κότας και γενικότερα μέρος του στομάχου των πτηνών.

Γκουστέρα ή γκουστέρνα: σαύρα.

Γκούσωσε: ζεστάθηκε

Γκοφοριέμαι: αγκομαχώ.

Γκράς: είδος παλιού οπισθογεμούς τουφεκιού, αργόστροφος, κακός μαθητής , σκράπας. « είναι γκράς».

Γκρέμιο: ερείπιο.

Γκρέμιο: χάλασμα, γκρεμισμένο κτίσμα.

Γκρέμισμα του γιούκου: το «γκρέμισμα» γινόταν  μια φορά το χρόνο, κυρίως την παραμονή της Αναλήψεως το βράδυ, που έβγαζαν τα ρούχα και τα άπλωναν επάνω σε φράχτες, σε δέντρα ή μάντρες να αεριστούν και να μην τα τρώει ο σκώρος.

Γκρινιάουλας: αυτός που μόνιμα γκρινιάζει.

Γκρίτζαλης: τραχύς, φιλόνικος.

Γκριτζιάλα: τσουγκράνα.

Γκριτζιανάω: γρατζουνίζω.

Γκριφιάζω: γκρινιάζω, με την έννοια του μαλώνω.

Γκώνω: έχει την έννοια της πρόκλησης δυσφορίας και κορεσμού από τροφές με πολλά λιπαρά, ή με μεγάλη περιεκτικότητα σε γλυκόζη. (

Γλ(ι)έπω: βλέπω

Γλανιτζιά: μικρό ήμερο πουρνάρι.

Γλάρα: όταν είναι γενικά ο τόπος ελάχιστα βρεγμένος, νύστα, καθαρός καιρός.

Γλαρό-ς:  ελάχιστα βρεγμένο ή έχει ίχνη υγρασίας, έχει βαριεστημένο ύφος ,νυσταγμένος.

Γλάρωμα: το χρονικό διάστημα που προηγείται του ύπνου, όταν το άτομο γαληνεύει και αρχίζουν να κλείνουν τα μάτια του, το αφηρημένο, απλανές βλέμμα κάποιου.

Γλαρώνω: κλείνουν τα μάτια μου από κούραση ή νύστα, πέφτω σε κατάσταση υπνηλίας

Γλατζινιά: (βλ. γλανιτζιά).

Γλέντι: διασκέδαση με ποτό, φαγητό, τραγούδι και χορό.

Γλήγορα: γρήγορα.

Γλίνα: ζωικό βούτυρο από χοιρινό λίπος, λάσπη.

Γλίτσα: στρώμα λίπους ή ακαθαρσίας

Γλουκιά: γουλιά.

Γλυκάδι: το ξύδι.

Γλυκάδια: αδένες, επινεφρίδια. Εξαιρετικός μεζές.

Γλυμπίδι: όταν κάποιος έχει κουρευτεί γουλί .

Γλωσσοκοπάνα: η γλωσσού γυναίκα.

Γλωσσοτρώου: γρουσουζεύω.

Γλωσσοφάγια: το μάτιασμα, έκφραση λόγων ή συναισθημάτων ζηλοφθονίας.

Γνέθω: μετατρέπω σε μορφή νήματος μαλλί ή άλλο υλικό, χρησιμοποιώντας ανάλογο εργαλείο.

Γνέμα: νήμα, νεύμα από το γνέφω. Υπήρχαν δύο είδη νημάτων, ανάλογα με το ρόλο που επρόκειτο να παίξουν στην ύφανση: το στημόνι και το υφάδι. Το στημόνι ήταν λεπτότερο και περισσότερο στριμμένο, το υφάδι πιο χονδρό (ανάλογα με το ύφασμα) και λιγότερο στριμμένο.

Γνέσιμο: η διαδικασία που εκφράζει το ρήμα γνέθω, η διαδικασία μετατροπής βαμβακιού ή μαλλιού σε νήμα. Το γνέσιμο γινόταν με τρία κλωστικά εργαλεία τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι.

Γνεύω: κάνω νεύμα.

Γομάρι: ζώο, φορτίο που μεταφέρεται από ζώο, μονάδα βάρους που ισούται με το βάρος που είναι φορτωμένο από τη μία πλευρά, γάιδαρος, φορτηγό ζώο, αγενής προσδιορισμός ευτραφούς ανδρός.

Γόνα: το γόνατο,  πάρα πολύ. Χρησιμοποιείται ιδιωματκά σε εκφράσεις για να δείξει κάτι το διαρκώς επαναλαμβανόμενο.

Γονατάρα: περικνημίδα.

Γονατιστή ή της Γονατήσεως ή Γονατίσματα: η Κυριακή της Πεντηκοστής.

Γονέοι: γονείς.

Γονικά: γονείς.

Γονικό: ό,τι προέρχεται από γονείς, ιδίως πατρικό σπίτι.

Γούβης: το πουλί «μπούφος»,  ανόητος κουτός.

Γουβί: μικρός λάκκος για φύτεμα δέντρου.

Γουβίτσα: η κοιλότητα του σβέρκου.

Γουβράω: για χοιρινά, επιζητώ συνουσία.

Γουδί: ξύλινο ή μεταλλικό ή μαρμάρινο μαγειρικό σκεύος που μαζί με το γουδοχέρι έλιωνε τα υλικά για να γίνουν αλοιφή π.χ. σκορδαλιά, ταραμοσαλάτα κ.α.

Γουδόχερο: το εργαλείο με το οποίο χτυπάμε μέσα στο γουδί τη σκορδαλιά, τα μύγδαλα, τα καρύδια κ.α.

Γουζί:. στο στυγερό(βλ. λέξη) περνούσαν ένα ξύλινο κυκλικό εξάρτημα, «το γουζί», από το οποίο έδεναν την  τριχιά που έδεναν τα ζώα.

Γούλη: το στόμιο, συνήθως της δεξαμενής.

Γουλί: το ραπάνι, το κουρεμένο κεφάλι.

Γουλίνια: σαλιάρες.

Γούλισμα:: η μεταφορά και απόθεση χώματος στο αμπέλι  με τα νερά μιας βροχής.

Γούπατο: τόπος που βουλιάζει, χαμηλό μέρος, απάνεμο.

Γουργουράει: κάνουν γουρ-γουρ τα έντερα από την πείνα.

Γουρζέρα: στενός γιακάς του πουκάμισου.

Γούρι: η καλή τύχη,  αντικείμενο που φέρνει καλή τύχη.

Γουρλής: αυτός που φέρνει γούρι.

Γουρλομάτης-άτα: έχει γουρλωμένα μάτια.

Γουρμάζω ή γουρμάω: ωριμάζω, κτυπώ πολύ.

Γούρμος: ώριμος.

Γούρνα: λακκούβα με βρόμικο στάσιμο νερό.

Γουρνοκούμασο: το καλύβι του γουρουνιού.

Γουρνοπαπαδιές: χόρτα πού βλαστάνουν στα ρυάκια.

Γουρνοπέτσι: δέρμα γουρουνιού.

Γουρνοσφάγια: το σφάξιμο των γουρουνιών έθιμο που γίνεται κοντά στις Απόκριες, από όλη  την κοινότητα.

Γουρνοτσάρουχα: τσαρούχια (βλ. λέξη) από δέρμα γουρουνιού.

Γουρούνα: το θηλυκό του γουρουνιού (βλ. λέξη).

Γούτος: το αρσενικό περιστέρι.

Γουτσί: γουρουνάκι.

Γρ(ο)ικ(α)ώ: ακούω , καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, νιώθω.

Γραβαλίζω: καθαρίζω με το γράβαλο (βλ. λέξη)

Γράβαλο: τσουγκράνα, γεωργικό εργαλείο με μακριά ξύλινη λαβή  και  σιδερένια απόληξη με δόντια για το γραβάλισμα του φούρνου, των χορταριών κλπ.

Γραβιέρα: είναι είδος ελληνικού- με γαλλικό όνομα- σκληρού κίτρινου τυριού.

Γράδα: ο βαθμός πυκνότητας ενός υγρού ή περιεκτικότητάς του σε ένα συστατικό, πχ ο αλκοολικός βαθμός του κρασιού.

Γράδο: όργανο μέτρησης της πυκνότητας ενός υγρού, πυκνόμετρο, αραιόμετρο.

Γραμματέας της Κοινότητας: Ο επιφορτισμένος με την τήρηση των πρακτικών του Κοινοτικού Συμβουλίου και των αρχείων της Κοινότητας (βλ. λέξη), των μητρώων, την έκδοση των πιστοποιητικών,  τη διακίνηση της αλληλογραφίας της Κοινότητας με τις Δημοτικές και Δημόσιες Υπηρεσίες, Οργανισμούς και Αρχές καθώς και τους πολίτες και τη γνωστοποίηση των εγκυκλίων, ανακοινώσεων και αποφάσεων. 

Γραμματιζούμενος: ο σπουδασμένος.

Γραμματικός: ο γραμματέας.

Γράνα: μικρό λαγκάδι, μεγάλο αυλάκι για αποστράγγιση, αντιπλημμυρικό έργο. Όριο μεταξύ χωραφιών ή αμπελιών.

Γράντζες: άγρια χόρτα.

Γραπώνω: αρπάζω βίαια και κρατάω γερά.

Γρασίδι: αποδοτικό χωράφι συνήθως κοντά στο σπίτι.

Γραφτό: τα γραμμένα, το τυχερό.

Γρέγος : βορειοανατολικός άνεμος.

Γρέκι: υπαίθριος τόπος παραμονής ζώων, στάνη, η φωλιά ζώου, καταυλισμός ανθρώπων πάνω στο βουνό, κατοικία «τράβα για το γρέκι σου»/

Γρέλι: σκουπιδάκι, πριονίδι.

Γρεμίλα: έδαφος με απότομη κλίση, πετρώδες και άγονο.

Γρι: τίποτα.

Γριά: γυναίκα προχωρημένης ηλικίας, πρώτο συνθετικό ονομάτων πχ. γριά Θανάσω.

Γρίβα: προβατίνα με άσπρο πρόσωπο.

Γρίβας: λευκόφαιο άλογο, όνομα σκύλου.

Γρίβο: το άσπρο κατσίκι που έχει και μαύρες τρίχες.

Γροθάρι: χοντρή, αλλά τρυφερή κλάρα φυτού κατάλληλη για πολλαπλασιασμό.

Γρόθος: όσο χωράει, το περιεχόμενο, μιας κλειστής παλάμης.

Γρουμπούλι: οίδημα, μικρό εξόγκωμα,  παχουλό, στρογγυλό.

Γρούνι: γουρούνι(βλ. λέξη), χοίρος  οικόσιτο θηλαστικό, ο άνθρωπος που είναι βρώμικος, άξεστος, αγενής, κτηνώδης, λαίμαργος, τρώει άτσαλα, χοντρός. Εκφράσεις γουρούνι στο σακί,

Γρουσούζης: αυτός που, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, φέρνει γρουσουζιά και κακή τύχη

Γρούσπα : καλλιεργήσιμα τμήματα που βρίσκονται ποιο χαμηλά από τη βραχώδη περιοχή που τα περικλείει.

Γυαλί: ποτήρι, καθρέφτης, κάτι ερειπωμένο

Γυαλικά: ποτήρια, κανάτες, δίσκοι από γυαλί.

Γυαλόχαρτο: χαρτί με μικροσκοπικά κομμάτια γυαλιού κολλημένα στη μια του επιφάνεια που χρησιμοποιείται για το τρίψιμο επιφανειών ώστε να γίνουν λείες.

Γυάρι:  διασταύρωση της διαφοράς, μεταξύ της ζυγαριάς του αγοραστή με του πωλητή.

Γυναικοκάρδης: άτολμος, δειλός.

Γύρα: στροφή.

Γύρεμα: η ζήτηση από γνωστό πρόσωπο κάποιου πράγματος δανεικού ή όχι.

Γυρεύω: ψάχνω.

Γυροβολιά: στροφή στο χορό, μεταστροφή θέσης.

Γυρολόγος: πραματευτής (βλ. λέξη), πλανόδιος έμπορος που γύρναγε στα χωριά για να πουλήσει υφάσματα  με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κλωστές, εσώρουχα, κουμπιά, λάστιχο, κουβαρίστρες, τσατσάρες, χτένια, βαφές και πολλά άλλα ακόμαπου είχε σε ένα ξύλινο κατασκεύασμα με συρτάρια και ντουλαπάκια φορτωμένο σ΄ ένα μουλάρι. . Η πληρωμή γίνονταν συνήθως σε είδος

Γυρόρχομαι: πάω κι έρχομαι αναποφάσιστος, χρονοτριβώ.

Γύρος: κοφτό ή κεντητό ασπρόρουχο (προικιό), επίμηκες, στο ύψος και το μέγεθος του κρεβατιού, με το οποίο κάλυπταν γύρω-γύρω το κρεβάτι για ομορφιά.

Γυφταριό: η ακαταστασία, σύνολο γύφτων.

Γύφτος (σήμερα ρομά):  ο τσιγγάνος  άτομο που ζει σε χώρο ακατάστατο και βρόμικο, πολύ μελαψός άνθρωπος, οι τουρκόγυφτοι δηλαδή Αιγύπτιοι που τους έφεραν οι Τούρκοι στην εποχή της εκστρατείας του Ιμπραήμ -Αίγυπτος- Αιγύπτιος- γύφτιος-γύφτος. ΄Ετσι ονομάζονταν ο σιδεράς,  ο σιδηρουργός που κάνει σιδερένιες κατασκευές και κυρίως τα γεωργικά εργαλεία, ινία, αξίνες, σκαλιστήρια, δρεπάνια, τα κουδούνια κλπ  . Στο χωριό συνήθως ερχόντουσαν περαστικοί σαν  καλαθοπλέκτες, καρεκλάδες και σπανιώτερα παπλωματάδες.

Γωνιά: το παραγώνι, εστία, σπίτι, εργαλείο για γώνιασμα επιφανειών.

Γωνολίθια: οι μακρόστενες πέτρες που περικλείουν το τζάκι, για να μη βγαίνουν οι στάχτες και τα κάρβουνα έξω απ’ αυτό

 

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

Γάι -γάι : παράγγελμα  του γιδοβοσκού.

Γαϊδούρι ξεκαπίστρωτο.

Γαϊδούρι ξεσαμάρωτο.

Γαϊδουρινή υπομονή.

Γάλια- γάλια.

Γαρίδα το μάτι του.

Γάτα με πέταλα.

Γειά σας.

Γειά σου Γιάννη, κουκιά σπέρνω.

Γειά στα χέρια σου.

Γειά χαρά.

Γειά.

Γελάει το παρδαλό κατσίκι.

Γελάνε και τ’ αυτιά του.

Γελάσανε κ΄οι κότες.

Γέλασε ο κάθε πικραμένος.

Γέλασε το χείλι του το πικραμένο.

Γελούν και τα μουστάκια του.

Γέμισ’ η μάμα του.

Γέννημα και θρέμμα.

Γεννιάστηκε η κότα.

Γι εκατέ: για σταθείτε.

Για γέλια και για κλάματα.

Για έκα: περίμενε.

Για ένα ξεροκόμματο.

Για κάν΄ το μου λιανά.

Για να πάρει τα μούτρα του.

Για να σφίξουν οι κώλοι.

Για τρα κει=για κοίτα εκεί πέρα.

Για ψύλλου πήδημα.

Γίναμε ρεζίλι των σκυλιών.

Γίναν όλα ρημαδιό.

Γίνανε από δυο χωριά χωριάτες.

Γκαστρώνει γαϊδούρα στον ανήφορο.

Γκέστησα να περιμένω.

Γλείφει τα τσανάκια.

Γλέντι τρικούβερτο

Γλιστρίδα έφαγε.

Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα [θα φάει και τα συκόφυλλα].

Γλύκανε ο καιρός.

Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.

Γλύτωσε από το στόμα του λύκου.

Γλύτωσε από το στόμα του λύκου.

Γούστο μου και καπέλο μου, μαγκιά μου και κλανιά μου!

Γραψ΄ το τεμπεσίρι= επί ί πιστώσει.

Γροθιά στο μαχαίρι.

Γυρίζεις τις μπολές= γυρίζεις άσκοπα τις γειτονίες.

Γύρισε με άδεια χέρια


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πένθος στη Δάφνη

  Απεβίωσε ο Παναγιώτης Κων. Γεωργουλής με καταγωγή από τη Δάφνη όπου διέμενε στην Τρίπολη, σε ηλικία 87 ετών.  Η νεκρώσιμη ακολουθία θα τελ...