Ο αείμνηστος Χρήστος Δ. Παπαδημητρίου έχει αφήσει ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές ένα μεγάλο και πλούσιο αρχείο το οποίο περιλαμβάνει και ιστορικά γεγονότα, τα οποία είναι αποτυπωμένα με την "ιδιαίτερη" γραφή του.
Εν όψει της επετείου του Ναζιστικού εγκλήματος του 1944 που έλαβε χώρα στις Βίγλες Μεγαλοπόλεως, σας παρουσιάζουμε ένα αφιέρωμα - αφήγημα - αποτύπωση του ιστορικού αυτού γεγονότος, το οποίο βασίζεται σε περιγραφές ανθρώπων που βρέθηκαν στο σημείο αυτό ως αιχμάλωτοι, οι οποίοι μετά αφέθηκαν ελεύθεροι.
ΒΙΓΛΕΣ
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Του ΧΡΗΣΤΟΥ Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Οι Βίγλες είναι μια τοποθεσία στα σύνορα των Επαρχιών Μαντινείας και
Μεγαλόπολης, κοντά στο χωριό Παληόχουνη. Είναι οι κορυφές μιας σειράς μικρών
απότομων λόφων, οι οποίοι αποτελούνε κατάληξη ενός ογκώδους χωματόβουνου με
πυκνή αλλά κοντή βλάστηση, δεξιά του δημόσιου δρόμου Τρίπολης – Μεγαλόπολης,
όπως κατηφορίζει με πολλές απότομες στροφές προς Μεγαλόπολη. Από τις κορυφές
των λόφων παρατηρείς (βιγλίζεις) το μεγαλύτερο τμήμα της Επαρχίας Μεγαλόπολης
και το νοτιοδυτικό τμήμα της Επαρχίας Μαντινείας, δηλαδή την περιοχή του τέως
Δήμου Βαλτετσίου.
Στην πρώτη εσωτερική στροφή του δρόμου, μπροστά στις Βίγλες, στις
23 Φλεβάρη 1944, ημέρα Τρίτη, μια ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ, έστησε ενέδρα και
χτύπησε ένα διερχόμενο γερμανικό αυτοκίνητο, και σκότωσε τους επιβαίνοντες
Γερμανούς στρατιώτες. Σε αντίποινα, την άλλη ημέρα 24 Φλεβάρη 1944, οι Γερμανοί
εκτελέσανε, στο ίδιο σημείο, δεκάδες αθώους Έλληνες. Αυτά τα γεγονότα κάνανε
τις Βίγλες ιστορικές, σαν τόπο μαρτυρίου και θυσίας.
Όμως, γι' αυτά τα γεγονότα δεν έχουνε γραφτεί πολλά. Αλλά και από όσα
έχουνε γραφτεί, αρκετά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Γι΄ αυτό, και
για να βοηθήσουμε στην γραφή της αληθινής ιστορίας, θα προσπαθήσουμε να
διηγηθούμε την ιστορία αυτών των γεγονότων, σύμφωνα με τις μαρτυρίες ανθρώπων
που τα ζήσανε. Θα τα διηγηθούμε με όση λεπτομέρεια μπορούμε, γιατί αυτή είναι η
πεμπτουσία της ιστορίας και φωτίζει καλύτερα τα γεγονότα, δίνοντάς τους την
πραγματική τους διάσταση. Άλλωστε, η ιστορία αυτών των γεγονότων καλύπτει μια
ολόκληρη εβδομάδα, και είναι πολλές «ιστορίες».
Η ΕΝΕΔΡΑ
Αρχίζουμε από την ιστορία της ενέδρας. Στις 22 Φλεβάρη 1944, ημέρα
Δευτέρα, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για το στήσιμο της ενέδρας στις Βίγλες. Το
μεσημέρι, καμμιά εξηνταριά αντάρτες περάσανε το ρέμμα της Μπαρμπουτσάνας, που
βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Βάνκου (Βάγγου) και Αραχαμήτα (Αραχαμήτες) και
ανεβήκανε στα βουνά της Αραχαμήτας, παρατηρώντας τις Βίγλες και ρίχνοντας
σχέδια για την ενέδρα. Το απόγευμα φτάσανε στην Αραχαμήτα. Εκεί
οριστικοποιήσανε τα σχέδιά τους και συγκροτήσανε την ομάδα κρούσης, με
επικεφαλής τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Γιώργη Κερκεμέζο. Αγγαρέψανε δε και έξη
Αραχαμηταίους, για να τους χρησιμοποιήσουνε σαν οδηγούς και βοηθούς. Αυτοί
ήτανε οι Βασίλειος Κ. Καλογερόπουλος (Καλοεροβασίλης), Βασίλειος Δ. Κόλλιας
(Κολλιοβασίλης), Ιωάννης Π. Κόλλιας
(Κολλιόγιαννης), Δημήτριος Ν. Παπαδημητρίου (Παπαδημητρόμητσιος), Θεόδωρος Κ.
Πελέτης (Πελετοθοδωρής) και Σωτήριος Ι. Πετρόγιαννης (Σωτηράκος). Το βράδυ, ο Γ.
Κερκεμέζος πήγε στο σπίτι του παπά, όπου, αφού έφαγε, ξάπλωσε να κοιμηθεί, στο
πάτωμα, με πλήρη πολεμική εξάρτηση, δίνοντας εντολή να τον ξυπνήσουνε στις 2.30
το πρωί.
Στις 23 Φλεβάρη 1944 μιάμιση ώρα νύχτα, ξεκίνησε η ομάδα κρούσης από την
Αραχαμήτα για τις Βίγλες. Ήτανε 17 αντάρτες, οπλισμένοι με 14 ντουφέκια, 2
οπλοπολυβόλα και 1 αυτόματο, και 6 Αραχαμηταίοι πολίτες άοπλοι. Τους πολίτες
τους βάλανε μπροστά και μέχρι την βρύση Κανταλάκι, του Κερασταρίου, δεν τους
είχανε πει τίποτα για την αποστολή. Εκεί, στο Κανταλάκι, τους είπανε ότι πάνε
να στήσουνε ενέδρα στους Γερμανούς και δουλειά των πολιτών ήτανε να οδηγήσουνε
τους αντάρτες στις Βίγλες και να βοηθήσουνε στην αποκομιδή τυχόν λάφυρων.
Όταν φτάσανε στις Βίγλες, μόλις φώταγε. Εκεί, δόθηκε εντολή στους
πολίτες να βγούνε στον δημόσιο δρόμο και να τον κρατήσουνε ανοιχτό από τους
διερχόμενους μαυραγορίτες, εμποδίζοντάς τους να περάσουνε προς Μεγαλόπολη. Οι
αντάρτες, με γρήγορες κινήσεις, αναπτυχθήκανε και πήρανε θέσεις στους τρεις
πρώτους λόφους, δεξιά του ημιονικού δρόμου, που έρχεται από Αραχαμήτα -
Κεραστάρι και βρίσκει, κάθετα, τον δημόσιο δρόμο Τρίπολης Μεγαλόπολης, με
πρόσωπο προς την Μεγαλόπολη.
Σε λίγο, από την Μεγαλόπολη, στο ύψος του Γυμνάσιου, φάνηκε να έρχεται
ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Οι αντάρτες ανταλλάξανε απόψεις, μεγαλόφωνα, αν έπρεπε
να το χτυπήσουνε ή όχι. Ο Κερκεμέζος επέμενε να μην το χτυπήσουνε, αλλά να
περιμένουνε να περάσουνε περισσότερα αυτοκίνητα. Από την πλειοψηφία των
ανταρτών υπήρξε μια ανησυχία και σπουδή. Έτσι, αποφασίστηκε να το χτυπήσουνε.
Όταν έφτασε το αυτοκίνητο στο σημείο της ενέδρας, με εντολή του
Κερκεμέζου, ο οποίος ήτανε ταμπουρωμένος σε ένα καμίνι και κρατούσε το αυτόματο
στα χέρια του, αρχίσανε καταιγιστικά πυρά, κατά των Γερμανών. Οι Γερμανοί
αιφνιδιαστήκανε. Η μάχη κράτησε πολύ λίγο. Τόσο, όσο να σκοτωθούνε ή να
τραυματισθούνε βαρειά όλοι οι Γερμανοί. Λέγεται, πως μόνον ένας γλύτωσε, ο
συνοδηγός, που ξέφυγε στην ρεμματιά και έφτασε τραυματισμένος στη Μεγαλόπολη.
Μόλις σιγήσανε τα όπλα, οι αντάρτες είπανε στους πολίτες να ανεβούνε στο
αυτοκίνητο και να πάρουνε τα όπλα των Γερμανών. Ανέβηκε ένας Πολωνός αντάρτης
και ο Καλοεροβασίλης. Ο Πολωνός αποτέλειωσε, με την ξιφολόγχη του, όσους
Γερμανούς ζούσανε ακόμη. Ο Καλοεροβασίλης έδωσε από 2 ντουφέκια στους πολίτες
και ο ίδιος πήρε 1 ντουφέκι και μία μεγάλη βαλίτσα.
Στο μεταξύ, φωνές ακουστήκανε ότι έρχεται φάλαγγα αυτοκινήτων από
Τρίπολη και ότι άλλα αυτοκίνητα ξεκινήσανε από την Μεγαλόπολη. Δόθηκε εντολή
για γρήγορη αποχώρηση και όλοι, αντάρτες και πολίτες, οπισθοχωρήσανε τρέχοντας,
πίσω από τους λόφους, προς τα Τζιναίϊκα Κερασταρίου και, στη συνέχεια, τις
Αραποσιτώλες Αραχαμήτας. Ανεβαίνοντας την πλαγιά στις Αραποσιτώλες, ακουστήκανε
πυρά από τις Βίγλες, όπου είχανε φτάσει Γερμανοί. Αυτό ανάγκασε αντάρτες και
πολίτες να τρέξουνε πιο γρήγορα και να φτάσουνε, διαδοχικά στις τοποθεσίες
Μάντρες, Κοκορέτσα και Γκεγκεδήμα, στα βουνά της Αραχαμήτας. Ο Καλοεροβασίλης
συνέχιζε να κουβαλάει και το ντουφέκι και την βαλίτσα, μόνος του, πάνω από δύο
ώρες δρόμο. Όταν ανοίχτηκε η βαλίτσα βρεθήκανε διάφορα είδη, κυρίως μπισκότα
και ποτά, τα οποία μοιράσανε μεταξύ τους οι αντάρτες.
Κάπου εκεί χωρίσανε
αντάρτες και πολίτες. Οι αντάρτες τραβήξανε προς τα Μανταίϊκα και οι πολίτες
προς την Αραχαμήτα, πλην του Κολλιόγιαννη, στον οποίο αναθέσανε να οδηγήσει
έναν αντάρτη - σύνδεσμο στου Βάνκου. Α, ναι, ο Πολωνός αντάρτης δεν πήγε με
τους άλλους. Αυτός, μετά την ξιφολόγχιση των Γερμανών, εξαφανίστηκε. Οι άλλοι
αντάρτες τον δοκηθήκανε στις Αραποσιτώλες. Αργότερα, κάποιοι είπανε ότι τον
είδανε να φεύγει στα Κερασταρέϊκα αμπέλια. Λέγεται πως ήτανε πράκτορας των
Γερμανών.
Τώρα, για τον ακριβή αριθμό των Γερμανών, οι οποίοι σκοτωθήκανε στις
Βίγλες, δεν υπάρχουνε απόλυτα στοιχεία. Όμως, κατά τους πολίτες, πού ήτανε στην
ενέδρα, οι σκοτωμένοι Γερμανοί ήτανε 11, αφού 11 ντουφέκια πήρανε από το
αυτοκίνητο, όλα τύπου μάλχερ. Ήτανε όλοι στρατιώτες, κανένας αξιωματικός, αφού
δεν βρέθηκε κανένα πιστόλι. Λέγεται πως οι Γερμανοί στρατιώτες ήτανε αδειούχοι,
που επιστρέφανε στην πατρίδα τους.
Και για να κλείσουμε την ιστορία με την ενέδρα, θα προσθέσουμε και
τούτα: Σε λίγο χρόνο, μετά το χτύπημα, Γερμανοί από την Μεγαλόπολη και την
Τρίπολη φτάσανε στις Βίγλες. Φέρανε ένα κανόνι και τοποθετήσανε φυλάκια με
σκηνές, στους δύο πρώτους λόφους, και τα ενώσανε με χαρακώματα. Το νέο της
ενέδρας και του σκοτωμού των Γερμανών μαθεύτηκε γρήγορα στα γύρω χωριά. Ο φόβος
των αντιποίνων ανάγκασε τον κόσμο να εγκαταλείψει τα σπίτια.
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Και φτάνουμε στην ιστορία της φρικώδους εκτέλεσης των αθώων Ελλήνων. Την
«άλλη ημέρα», 24 Φλεβάρη 1944, γύρω στις 10 το πρωί, οι Γερμανοί κουβαλήσανε,
με φορτηγά αυτοκίνητα, από τις φυλακές της Τρίπολης, 212 (ή 204, ή και 240)
Έλληνες κρατούμενους και τους εκτελέσανε ομαδικά, στην ίδια θέση όπου είχανε
σκοτωθεί οι Γερμανοί στρατιώτες, την προηγούμενη ημέρα. Λεπτομέρειες για τον
τρόπο της εκτέλεσης δεν γνωρίζουμε. Αυτὸ που, σίγουρα, ξέρουμε είναι ότι όλοι
ήτανε χτυπημένοι στο πρόσωπο, είτε κατ' ευθείαν είτε στα πλάγια δεξιά και
αριστερά. Και ότι βρεθήκανε πεσμένοι πάνω στον δρόμο, προς την μεριά του λόφου,
περίπου σε σειρές κάθετες και οριζόντιες. Φαίνεται πως τους στήσανε
συνταγμένους σαν στρατιώτες, με μέτωπο προς την Μεγαλόπολη, και τους
πυροβολήσανε με πολυβόλα στημένα μπροστά και λοξά πλάγια, σκοπεύοντας στα
κεφάλια.
Οι εκτελεσθέντες Έλληνες είχανε πιαστεί από τους Γερμανούς, πολύ πιο
πριν, σε διάφορα μπλόκα, σε πόλεις και χωριά, όχι μόνον της Αρκαδίας, αλλά και
άλλων γειτονικών Νομών, για να είναι υποψήφια θύματα της πολιτικής αντιποίνων
των Γερμανών, σε κάθε αντιστασιακή ενέργεια.
Για τον ακριβή αριθμό τους υπάρχει αμφισβήτηση. Αλλοι λένε 204 και άλλοι
212. Οι Αραχαμηταίοι λένε 240. Αυτόν τον αριθμό ακούσανε τότε.
Η ΤΑΦΗ
Η ιστορία της ταφής των αδικοσκοτωμένων Ελλήνων αρχίζει την ίδια ημέρα
της εκτέλεσής τους, και μάλιστα πολλές ώρες πριν. Τις πρωινές ώρες αυτής της
ημέρας, 24 Φλεβάρη 1944, ένας Γερμανικός λόχος πεζικού, με έφιππους
αξιωματικούς, πήγε στου Βάνκου, αφού προηγουμένως είχε περάσει από τα χωριά
Σιάλεσι (Μακρύσι) και Μερζέ (Εκκλησούλα), και είχε αιχμαλωτήσει περί τους 11
άνδρες. Οι Γερμανοί, προτού μπούνε στου Βάνκου, πολυβολήσανε το χωριό, ενώ από
τις Βίγλες το κανονιοβολήσανε. Έτσι, μπαίνοντας στου Βάνκου, δεν βρήκανε ψυχή.
Ο κόσμος έτρεξε να κρυφτεί στα γύρω βουνά, ενώ οι Γερμανοί συνεχίσανε την
πορεία τους προς την Αραχαμήτα. Φτάνοντας στην τοποθεσία Σκαλίτσα, περίπου 1,5
χλμ. πριν την Αραχαμήτα, αγνάντια στον κάμπο και στο χωριό, βάλανε με τα
πολυβόλα τους, τα περίφημα μυδράλια, κατά του χωριού.
Φαίνεται πως οι Γερμανοί, θέλοντας να κάνουνε την εκτέλεση, στις Βίγλες,
με την άνεσή τους, και για να αποκλείσουνε κάθε ενδεχόμενο προσβολής τους, από
τους αντάρτες, κατά την διάρκεια της μεταφοράς των μελλοθάνατων και της
εκτέλεσής τους, κάνανε την στρατηγική κίνηση αντιπερισπασμού. Κινηθήκανε
ημικυκλικά, από την Μεγαλόπολη προς του Βάνκου και την Αραχαμήτα, που ήτανε
κέντρα εφοδιασμού και διέλευσης ανταρτών, με σκοπό να τρομοκρατήσουνε τους
κατοίκους τους και να αποθαρρύνουνε κάθε επιθετική ἡ παρενοχλητική ενέργεια των
ανταρτών. Προφανές είναι πως δεν είχανε καμμιά διάθεση να συμπλακούνε με
αντάρτες, γι' αυτό πολυβολούσανε τα χωριά, από μακρυά, για να είναι σίγουροι
ότι δεν υπάρχουνε εκεί αντάρτες. Και, στο μεταξύ, ετοιμάζανε και κάνανε την
εκτέλεση των αθώων, με την πάσα άνεση, χωρίς έστω και την ελάχιστη παρενόχληση.
Λόγω της ενέδρας στις Βίγλες και του κινδύνου των αντιποίνων, αρκετοί
Αραχαμηταίοι είχανε ξενυχτήσει, την προηγούμενη νύχτα, στα Πετροβούνια,
απέναντι στο χωριό, φοβούμενοι νυχτερινό μπλόκο των Γερμανών. Με τους
πολυβολισμούς των Γερμανών, από την Σκαλίτσα, όσοι είχανε απομείνει στα σπίτια
τους, αλαφιασμένοι τρέξανε να φύγουνε και να κρυφτούνε στις Φτέρες, πάνω από το
χωριό, ενώ οι σφαίρες σφυρίζανε πάνω από τα κεφάλια τους και στα κεραμίδια των
σπιτιών.
Έτσι, όταν μπήκανε οι Γερμανοί στην Αραχαμήτα, βρήκανε ελάχιστους
ανθρώπους. Κάνανε έρευνες στα σπίτια, για να τους βρούνε. Ο Γερμανός λοχαγός,
με τη συνοδεία του, πήγε στο σπίτι του Παπά του χωριού, καβάλα στο άλογό του.
Οι συνοδοί του μπήκανε στο σπίτι, βγάλανε έξω τον Παπά και τον φέρανε μπροστά
στον λοχαγό. Εκείνος, αφού του ζήτησε ένα ποτήρι νερό και ένα δεμάτι σανό, για
το άλογό του, του είπε: «Ακολούθα με». Τον πήγανε στου Κολλιόγιαννη το μαγαζί,
όπου είχανε συγκεντρώσει 4 άντρες και 1 γυναίκα. Απ' αυτούς αφήσανε ελεύθερους
τον Γέρο - Παναγιώτη Ψύχα και την Θεοφάνη Ν. Παπαδημητρίου. Ο Παπάς, κάθε φορά
που υπήρχε ειδοποίηση ότι ερχόντανε Γερμανοί στο χωριό, έφευγε στα βουνά μαζί
με τους συγχωριανούς του. Αυτή τη φορά παρέμεινε στο χωριό, ύστερα από εντολή
της τοπικής οργάνωσης του ΕΑΜ, για να προστατεύσει το χωριό».
Κατόπιν, οι Γερμανοί επιδοθήκανε σε πλιάτσικο στα σπίτια του χωριού.
Ο,τι και όσα μαζέψανε τα φορτώσανε σε Αραχαμηταίϊκα άλογα και μουλάρια, μαζί
φορτώσανε και ένα γουρούνι που σφάξανε. Και συνεχίσανε την πορεία τους προς την
Ασέα (Καντρέβα). Μαζί τους πήρανε αιχμάλωτους τον Παπά της Αραχαμήτας Δημήτριο
Ι. Παπαδημητρίου (Παπαμήτσιο), τον γέρο - Κώτσιο Παπαγιαννόπουλο
(Παπαγιαννοκώτσιο), τον Δημήτριο Κόσσυβα (Κοσσυβόμητσιο) και τον νεαρό Ιωάννη
Καλογερόπουλο (Καλοερόγιαννη), οι οποίοι προστεθήκανε στους ήδη αιχμάλωτους
Σιαλεσαίους και Μερζαίους.
(Στο μεταξύ, στο πιο πάνω χρονικό διάστημα, άλλοι Γερμανοί εκτελούσανε
στις Βίγλες, τους αθώους φυλακισμένους).
Όταν φτάσανε στην Ασέα δεν σταματήσανε, αλλά συνεχίσανε την πορεία προς
το χωριό Αλύκα (Αθήναιο), το προσπεράσανε και σταματήσανε στον δημόσιο δρόμο
Τρίπολης – Μεγαλόπολης. Εκεί, οι αξιωματικοί κάνανε συμβούλιο και αποφασίσανε
να ξαναγυρίσουνε πίσω στ' Αλύκα, προφανώς φοβούμενοι το ενδεχόμενο επίθεσης
ανταρτών, αν κάνανε νυχτερινή πορεία προς Μεγαλόπολη. "Ηδη, κόντευε να
νυχτώσει. Τους αιχμάλωτους τους βάλανε στο αχούρι του Σωτήρη Βερβαινιώτη, για
κάμποση ώρα, και κατόπιν τους πήγανε στην μέση το χωριό, στο σπίτι του Τάση
Γιαννακούρα, για να κοιμηθούνε. Αλλά, ποιός να κοιμηθεί, αφού όλοι ήτανε σίγουροι
ότι το πρωί θα τους εκτελούσανε στις Βίγλες, σε αντίποινα για την ενέδρα;
Την επόμενη ημέρα, 25 Φλεβάρη 1944, όταν βάρεσε ο ήλιος, τους
αιχμαλώτους επισκέφθηκε η Αραχαμηταία Κατερίνα Παπαγιαννοπούλου - Λιακούτσου
(ήτανε παντρεμένη στ' Αλύκα) και τους έφερε κάτι να φάνε. Αλλά, ποιός να φάει,
αφού όλοι αισθανόντανε μελλοθάνατοι. Μάλιστα, ο Παπάς, που είχε πέντε ανήλικα
παιδιά, άφησε στην θειά - Κατερίνα την προφορική διαθήκη του, προς την Παπαδιά
του, για τον τρόπο ανατροφής των παιδιών του.
Σε λίγο, ξανάρχισε η πορεία, αιχμαλώτων και Γερμανών, προς την
Μεγαλόπολη. Όταν φτάσανε στις Βίγλες, έκπληκτοι και έντρομοι οι αιχμάλωτοι,
βρήκανε μπροστά τους τους σκοτωμένους, τους εκτελεσμένους την προηγούμενη
ημέρα. («Ήτανε πεσμένοι όπως αποθέταμε τους γυλιούς, όταν κάναμε γυμνάσια στο
στρατό»). Προσπεράσανε τους σκοτωμένους, από τα αριστερά του δρόμου, και
συνεχίσανε την πορεία. Μετά το μοναστήρι της Παναγίας, στην αρχή της ευθείας
του δρόμου της Μεγαλόπολης, ήτανε μαζεμένες γυναίκες από το γειτονικό Σιάλεσι
και, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας, κλαίγανε και λέγανε, στους Γερμανούς, να
αφήσουνε τους αιχμάλωτους. Φυσικά, αυτοί μείνανε ασυγκίνητοι.
Όταν φτάσανε στην Μεγαλόπολη, οι Γερμανοί κλείσανε τους αιχμάλωτους στο
ισόγειο ενός σπιτιού. Κατόπιν, τους πήγανε στο κατάστημα του Θεόδωρου Βλάχου
και τοποθετήσανε φρουρούς. Και, το βράδυ, τους πήγανε στην φυλακή της
Αστυνομίας.
Την άλλη ημέρα, 26 Φλεβάρη 1944 οι Γερμανοί βγάλανε τους αιχμάλωτους
στην πλατεία, όπου είχανε μαζέψει γυναίκες, γέρους και παιδιά. (Οι άντρες της
Μεγαλόπολης είχανε εξαφανιστεί, μετά την ενέδρα στις Βίγλες). Δώσανε, σε όλους,
από ένα φτυάρι ή ένα ξυνιάρι. Και όλοι μαζί, οι αιχμάλωτοι και τα γυναικόπαιδα
με τους γέρους, ξεκινήσανε, με τα πόδια, για να πάνε στους σκοτωμένους, στις
Βίγλες, με την συνοδεία ισχυρής δύναμης Γερμανών. Η απόσταση είναι μιάμιση ώρα
δρόμος.
Όταν φτάσανε στις Βίγλες, πριν τα τρία
γεφύρια, κρατήσανε τους αιχμάλωτους πίσω, ενώ τα γυναικόπαιδα με τους γέρους τα
οδηγήσανε στο σημείο όπου ήτανε οι σκοτωμένοι, και τους βάλανε να ανοίγουνε
τάφους, στην πλαγιά κάτω από τον δρόμο, όπου και σε όποια σημεία το έδαφος
προσφερότανε.
Εκεί που κρατήσανε τους αιχμάλωτους, οι Γερμανοί στήσανε ένα πολυβόλο
μπροστά, ένα πάνω από τον δρόμο και ένα στα πλάγια. Οι αιχμάλωτοι μετράγανε τις
τελευταίες τους στιγμές, βέβαιοι ότι θα τους εκτελέσουνε. Όμως, οι Γερμανοί
τους διατάξανε, με νοήματα, να κουβαλήσουνε πέτρες, για να επιχωματώσουνε τα
γεφύρια, τα οποία ήτανε μισοχαλασμένα. Όλη μέρα, μέχρι που νύχτωσε, οι
αιχμάλωτοι φτιάνανε τα γεφύρια, και οι άλλοι σκάβανε τάφους, όσου μεγέθους το
έδαφος και η αντοχή τους επέτρεπε. Όταν νύχτωσε, τους ξαναφέρανε στην
Μεγαλόπολη.
Την επόμενη ημέρα, 27 Φλεβάρη 1944, τους ξαναπήγανε στις Βίγλες και τους
βάλανε, όλους, να ανοίγουνε τάφους. (Κανένας ατομικός τάφος δεν ανοίχτηκε, αλλά
ανοιχτήκανε τάφοι για πολλούς, για τρία και περισσότερα άτομα, ίσως και πάνω
από δέκα). Όμως, δεν προλάβανε να ανοίξουνε όλους τους τάφους, που
χρειαζόντανε. Έτσι, τους ξαναφέρανε στην Μεγαλόπολη.
Και την άλλη ημέρα, Κυριακή 28 Φλεβάρη 1944, τους ξαναπήγανε στις
Βίγλες. Και όταν τελειώσανε το άνοιγμα όλων των τάφων, γύρω στις 10-11 το πρωί,
αρχίσανε την ταφή. Μια ταφή αλλοιώτικη από τις άλλες. Χωρίς κάσα, χωρίς
σεντόνι, χωρίς λουλούδια. Μια ταφή, χωρίς συγγενείς και φίλους, χωρίς δάκρυα
και μοιρολόγια. Χωρίς κεριά και λιβάνια, χωρίς Παπάδες και ψαλμωδίες. Βέβαια,
ανάμεσα στους επιστρατευμένους νεκροθάφτες, υπήρχε και ένας Παπάς. Πλην, όμως,
δεν ήτανε εκεί σαν Παπάς, αλλά σαν αιχμάλωτος Έλληνας, σαν μελλοθάνατος, απλός
νεκροθάφτης κι αυτός. Και, το μόνο που του έμενε ήτανε να θάφτει σαν
νεκροθάφτης, και όχι σαν Παπάς, και να ψέλνει από μέσα του την νεκρώσιμη
ακολουθία. Κάτω από την κάννη των πολυβόλων.
Η ταφή ήτανε δύσκολη και έγινε χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Τραβάγανε τους
νεκρούς από τα ρούχα και τους ρίχνανε στους τάφους, όπως - όπως. Ύστερα τους σκεπάζανε με χώματα. Οι Γερμανοί
τους είπανε να μην πιάνουνε σάρκες, αλλά μόνον ρούχα, για να μην
δηλητηριαστούνε. Όμως, οι νεκροί ήτανε αναλλοίωτοι, δεν μυρίζανε, ίσως λόγω του
παγωμένου χειμώνα.
«Θάβαμε, θάβαμε, μέχρι που νύχτωσε. Τότε τελείωσε η ταφή. Και μας
ξαναφέρανε στην Μεγαλόπολη. Και ήρθανε, πάλι, οι Σιαλεσαίες γυναίκες. Και μας
φέρανε μια νταμιζάνα κρασί, αυγά, τυρί και στριφτά μακαρόνια. Και ήτανε η μόνη
μέρα, που βάλαμε κάτι στο στόμα μας. Τόσες μέρες δεν είχαμε βάλει ψωμοψίχαλο,
μόνον νερό πίναμε στα ρέμματα».
Και, όταν ξημέρωσε η Δευτέρα 29 Φλεβάρη 1944, οι Γερμανοί αφήσανε
ελεύθερους όλους τους αιχμάλωτους, να πάνε στα σπίτια τους.
Τα όσα διηγηθήκαμε προέρχονται από μαρτυρίες συγχωριανών μας
Αραχαμηταίων και κυρίως από τον Γιάννη Κόλλια (Κολλιόγιαννη), που ήτανε στην
ενέδρα, και τον Παπά της Αραχαμήτας Δημήτριο Παπαδημητρίου (Παπαμήτσιο), που
ήτανε στην αιχμαλωσία και στην ταφή.
ΧΡΗΣΤΟΣ Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου